|
Ένα βιβλίο που θα
πρότεινα να διαβάσετε σε αυτό το πλαίσιο είναι The Secret
Life of Walter Mitty του James Thurber. Η αφήγησή του
ταιριάζει ιδανικά με το πνεύμα της συμφωνίας ΗΠΑ–ΕΕ. Ο
χαρακτήρας του Walter Mitty γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας
του 1930, σε μια περίοδο οικονομικών και διεθνών αναταραχών,
που επηρεάστηκε από την προστατευτική πολιτική του Hoover.
Οι φαντασιώσεις του Mitty αντικατόπτριζαν τη βαρετή και
μίζερη καθημερινότητά του – κάτι που θυμίζει τις προσδοκίες
πολλών Ευρωπαίων ηγετών που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις
δυσκολίες του σήμερα. Ο ρομαντισμός των οραμάτων του Mitty
μοιάζει με τις υπερβολικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν
μετά τις υποσχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ, πως η Ευρώπη θα
επενδύσει και θα δαπανήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια
δολάρια για να αγοράσει αμερικανική ενέργεια.
Όπως επεσήμανε και
το Forbes, λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας οι
αντιδράσεις παρέμεναν διχασμένες και κανείς δεν ήταν βέβαιος
για το ποιος βγήκε κερδισμένος. Ίσως επειδή η εν λόγω
συμφωνία δεν πληροί τα χαρακτηριστικά μιας "παραδοσιακής"
εμπορικής συμφωνίας όπως αυτές που συνηθίζει να συνάπτει η
ΕΕ – δεν προέκυψε από μακρές και απαιτητικές
διαπραγματεύσεις και βασίζεται κυρίως σε υποσχέσεις, ενώ
περιλαμβάνει αρκετά δυσμενή σημεία για την Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, τα
ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ υπόκεινται σε
δασμούς της τάξης του 15%, ένα κόστος που τελικά επωμίζεται
ο Αμερικανός καταναλωτής, όπως συνέβη και με τη συμφωνία
ΗΠΑ–Ιαπωνίας. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες δεν φαίνεται να
επηρεάζονται σημαντικά από αυτόν τον δασμό. Ωστόσο, για
άλλες κατηγορίες προϊόντων – όπως κρασιά, ποτά, χάλυβας και
φαρμακευτικά – τα επίπεδα των δασμών παραμένουν ασαφή. Αν οι
φόροι στα φαρμακευτικά προϊόντα περιοριστούν στο 15%, θα
είναι μια σχετική ανακούφιση.
Σε πολιτικό
επίπεδο, η ΕΕ εμφανίζει τη συμφωνία ως ένα θετικό
αποτέλεσμα, δεδομένων των δύσκολων διεθνών συγκυριών
(υπενθυμίζεται ότι η πρόσφατη σύνοδος με την Κίνα θεωρήθηκε
αποτυχία). Αν και υπήρξαν κάποιες δημόσιες ενστάσεις – με
πιο χαρακτηριστική εκείνη του Γάλλου πρωθυπουργού Φρανσουά
Μπαϊρού – οι τοποθετήσεις αυτές στόχευαν κυρίως στο
εσωτερικό ακροατήριο και όχι στους θεσμούς των Βρυξελλών.
Παρόλο που η
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από
πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, λόγω του τρόπου με τον οποίο
ασκεί τα καθήκοντά της, δεν φαίνεται να υπάρχει η αίσθηση
πως οι βασικές χώρες της ΕΕ αποκλείστηκαν από τη
διαπραγμάτευση. Η απόπειρα να της αποδοθούν αποκλειστικά οι
ευθύνες για τη συμφωνία είναι μάλλον άδικη.
Αναφορικά με τις
φερόμενες "επιτυχίες" για την Ευρώπη, η δέσμευση για
επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις
στις ΗΠΑ και η πρόθεση αγοράς αμερικανικής ενέργειας αξίας
750 δισ. δολαρίων επί διακυβέρνησης Τραμπ, προκαλούν
σκεπτικισμό ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής τους. Η
ενεργειακή δέσμευση ειδικά θεωρείται υπερβολική, αφού
ξεπερνά τις συνολικές ετήσιες δαπάνες της ΕΕ στον τομέα αυτό
και οι αμερικανικές ενεργειακές επιχειρήσεις δεν έχουν τη
δυναμικότητα να καλύψουν τέτοια ποσά για την ευρωπαϊκή
αγορά, ιδίως όταν εξυπηρετούν και άλλες περιοχές.
Εκτός από τις
βασικές παραμέτρους της συμφωνίας, υπάρχουν και σημαντικές
παράπλευρες επιπτώσεις. Πρώτον, η συμφωνία φαίνεται να
επιβαρύνει περαιτέρω τις σχέσεις ΗΠΑ–ΕΕ, οι οποίες
βρίσκονται πιθανόν στο χαμηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης των
τελευταίων δεκαετιών, με συνέπειες σε καίριες περιοχές όπως
η Ρωσία/Ουκρανία και η Μέση Ανατολή. Δεύτερον, δεν
αποκλείεται να υπάρξει αντίδραση από τους Ευρωπαίους
καταναλωτές απέναντι στα αμερικανικά προϊόντα – φαινόμενο
που έχει ήδη παρατηρηθεί αλλού.
Στο πεδίο των
χρηματοπιστωτικών αγορών, η οικονομική επιβράδυνση στην
Ευρώπη θα συνεχίσει να ασκεί καθοδική πίεση στις αποδόσεις
των ευρωπαϊκών ομολόγων.
|