|
Οι επικριτές της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως ο πρώην
πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, κατηγορούν τη Fed ότι διατηρεί τα
επιτόκια υπερβολικά υψηλά. Από την άλλη, υπάρχουν εκείνοι
που πιστεύουν πως η τράπεζα έχει δίκιο, καθώς ο πληθωρισμός
εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή. Και οι δύο απόψεις
έχουν τη βάση τους και επηρεάζουν διαφορετικά τις αγορές.
Σε συνέντευξή του
στους New York Times, το νεότερο μέλος του Διοικητικού
Συμβουλίου της Fed, Στίβεν Μίραν, υποστήριξε ότι η κεντρική
τράπεζα θα πρέπει να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων κατά 50
μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίαση. Όπως ανέφερε, δεν
συμμερίζεται τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό, θεωρώντας ότι
η μεγαλύτερη και πιο άμεση απειλή είναι η ύφεση. Παράλληλα,
ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, απέφυγε να επιβεβαιώσει
ότι επίκειται μείωση επιτοκίων, ακόμη και μικρής κλίμακας,
τονίζοντας την αυξημένη αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την
τρέχουσα οικονομική συγκυρία.
Ο Τραμπ και ο Μίραν
έχουν δίκιο να υποστηρίζουν πως το κόστος δανεισμού
βρίσκεται σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα. Τα επιτόκια στις ΗΠΑ
είναι σήμερα υψηλότερα από εκείνα της Ιαπωνίας και της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και σχεδόν ισοδύναμα με τα επιτόκια του
Ηνωμένου Βασιλείου. Το γεγονός αυτό είναι παράλογο,
δεδομένου ότι τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη των ΗΠΑ είναι
σαφώς ισχυρότερα από εκείνα των προαναφερθέντων οικονομιών.
Το τεχνητά αυξημένο
κόστος δανεισμού περιορίζει τη ροή πιστώσεων προς τις μικρές
επιχειρήσεις, δυσχεραίνοντας τη χρηματοδότηση για ανάπτυξη ή
κεφάλαιο κίνησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Ισπανόφωνοι
αποτελούν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη επιχειρηματικά εθνοτική
ομάδα στη χώρα, ωστόσο συχνά αντιμετωπίζουν εμπόδια στην
πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση. Από την άλλη πλευρά,
και οι υποστηρικτές της αυστηρής νομισματικής πολιτικής της
Fed έχουν δίκιο, καθώς ο πληθωρισμός δεν έχει εξαλειφθεί
εντελώς και ενδέχεται να αναζωπυρωθεί εάν δεν υπάρξουν
προληπτικές κινήσεις.
Δεν πρόκειται για
την άνοδο τιμών που οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, όπως
οι δασμοί, οι κανονισμοί ή οι διαταραχές της παραγωγής λόγω
των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας — στοιχεία που δεν
βρίσκονται στον έλεγχο της Fed. Αυτό που η κεντρική τράπεζα
μπορεί να επηρεάσει είναι ο νομισματικός πληθωρισμός, δηλαδή
η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του δολαρίου, που
προκαλείται συνήθως —αν και όχι πάντα— από την υπερβολική
δημιουργία χρήματος.
Παραδοσιακά, ο
χρυσός λειτουργεί ως ο πιο αξιόπιστος δείκτης των
νομισματικών πολιτικών. Η τιμή του έχει διπλασιαστεί τα
τελευταία δύο χρόνια, γεγονός που προαναγγέλλει πιέσεις
πληθωρισμού στο μέλλον. Ωστόσο, η αντίδραση της Fed σε αυτή
την απειλή είναι εσφαλμένη: η επιβράδυνση της οικονομίας δεν
αποτελεί λύση. Η ευημερία από μόνη της δεν προκαλεί
πληθωρισμό.
Το σαφές μήνυμα που
πρέπει να εκπέμψουν η Fed, το Υπουργείο Οικονομικών και ο
πρόεδρος Τραμπ είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να
επιδιώκουν ένα αδύναμο δολάριο με σκοπό τη μείωση του
εμπορικού ελλείμματος ή την τόνωση της οικονομίας. Παρόμοια
προσέγγιση είχε ακολουθήσει και η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους
στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οδηγώντας τελικά στην
κρίση του 2007-2009. Ένα σταθερό νόμισμα αποτρέπει τον
νομισματικό πληθωρισμό.
Το ουσιαστικό
ερώτημα που θα πρέπει να τεθεί είναι γιατί η Fed εξακολουθεί
να θεωρεί τη ρύθμιση των επιτοκίων ως το καταλληλότερο
εργαλείο για την τόνωση της οικονομίας και την καταπολέμηση
του πληθωρισμού. Στις δεκαετίες του 1970 και των αρχών του
1980, τα επιτόκια ήταν υψηλά ενώ ο πληθωρισμός παρέμενε
έντονος, ενώ μετά το καλοκαίρι του 1982, καθώς ο πληθωρισμός
υποχωρούσε, τα επιτόκια μειώθηκαν αισθητά. Επιπλέον, τα
εξαιρετικά χαμηλά ή και μηδενικά επιτόκια μετά την κρίση του
2007-09 δεν οδήγησαν σε βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, αλλά
παραμόρφωσαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές και προκάλεσαν μια
πρωτοφανή διόγκωση του χρέους, οι συνέπειες της οποίας δεν
έχουν ακόμη πλήρως εκδηλωθεί.
Πριν από το 2008,
οι μεταβολές στα τραπεζικά αποθέματα αποτελούσαν ένα μέτρο
παρακολούθησης της οικονομικής δραστηριότητας και του
πληθωρισμού. Αν και όχι τέλειο, ήταν πιο αποτελεσματικό από
τις σημερινές πρακτικές. Για να διατηρηθεί η δυναμική στις
αγορές μετοχών και ομολόγων, απαιτείται μείωση επιτοκίων,
σταθερό δολάριο και μείωση φορολογικών συντελεστών.
Διαφορετικά, η
ανοδική αγορά φαίνεται να κατευθύνεται με μαθηματική
ακρίβεια προς το σφαγείο.
|