|
Οι διεθνείς αγορές
δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να αγνοήσουν την
πολιτική αναταραχή στη Γαλλία, έναν χρόνο μετά τις πρόωρες
εκλογές του Εμανουέλ Μακρόν που ενίσχυσαν τα λαϊκιστικά
κόμματα και περιόρισαν την ισχύ του. Παρότι η εικόνα δεν
έχει πλήρως υπονομεύσει το αφήγημα υπέρ των περιουσιακών
στοιχείων σε ευρώ σε έναν μετα-Τραμπ κόσμο, η Γαλλία θυμίζει
σε επενδυτές ένα πιθανό "Le Big Short" σε σχέση με άλλες
χώρες της ευρωζώνης.
Στο επίκεντρο
βρίσκεται ο Φρανσουά Μπαϊρού, τέταρτος πρωθυπουργός μέσα σε
δύο χρόνια, ο οποίος αναμένεται να αποτύχει στην ψήφο
εμπιστοσύνης που ζήτησε. Το σχέδιό του για εξοικονόμηση 44
δισ. ευρώ, με στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους, έχει
προκαλέσει την αντίδραση όλων των κομμάτων της
αντιπολίτευσης. Οι προτάσεις του –όπως η κατάργηση δημόσιων
αργιών– δεν φέρνουν πολιτική στήριξη ούτε συμβάλλουν στην
ανάπτυξη, ενώ το εναλλακτικό σχέδιο των Σοσιαλιστών (φόρος
περιουσίας, μείωση ορίου συνταξιοδότησης στα 62) θεωρείται
μη ρεαλιστικό σε ένα περιβάλλον όπου το έλλειμμα προβλέπεται
κοντά στο 5,5% του ΑΕΠ για το 2025.
Για τον Μακρόν, το
σενάριο είναι δυσοίωνο: ενδεχομένως να χρειαστεί νέο
κυβερνητικό σχήμα, αναζήτηση πλειοψηφίας ή ακόμη και
κατάθεση προϋπολογισμού ανάγκης. Με τα λαϊκιστικά κόμματα να
ζητούν την απομάκρυνσή του, δεν αποκλείονται νέες πρόωρες
εκλογές ή ακόμη και δημοψήφισμα. Η κοινωνική δυσαρέσκεια
είναι έντονη, με δύο στους τρεις πολίτες να στηρίζουν το
κίνημα «μπλοκάρουμε τα πάντα», ενώ η ανησυχία για το δημόσιο
χρέος παραμένει υψηλή.
Η αβεβαιότητα έχει
αντίκτυπο στις αγορές: τα γαλλικά ομόλογα κινούνται πλέον με
αποδόσεις συγκρίσιμες με τα ιταλικά, ενώ το spread με τα
γερμανικά bunds έχει φτάσει τις 80 μ.β. – επίπεδο που θα
μπορούσε να ξεπεραστεί αν προκηρυχθούν εκλογές. Παράλληλα, η
γαλλική χρηματιστηριακή αγορά ήταν η λιγότερο δημοφιλής της
ευρωζώνης τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με έρευνα της Bank of
America, με εμφανή υποαπόδοση έναντι άλλων μεγάλων αγορών.
Η κατάσταση δεν
είναι καταδικαστική: το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί 0,7%
φέτος, υψηλότερα από τη Γερμανία που παραμένει σε
στασιμότητα. Ωστόσο, η εύθραυστη πολιτική ισορροπία και η
δημοσιονομική πίεση καθιστούν τη Γαλλία ευάλωτη. Το
Υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι κάθε αύξηση επιτοκίων κατά
1% στο χρέος θα κοστίσει επιπλέον 30 δισ. ευρώ ως το 2030 –
ποσό σχεδόν ίσο με τον ετήσιο αμυντικό προϋπολογισμό.
Όπως επισημαίνει η
ΕΚΤ, η κατάρρευση μιας κυβέρνησης εντός της ευρωζώνης είναι
πάντα ανησυχητική. Με τις γεωπολιτικές και οικονομικές
προκλήσεις να απαιτούν επενδύσεις τρισεκατομμυρίων, η Ευρώπη
και η Γαλλία δεν έχουν την πολυτέλεια του εφησυχασμού.
Απαιτείται συντονισμένη δράση αντί για παράταση της
αβεβαιότητας.
|