|
Καθώς οι Βρετανοί
προετοιμάζονται για την εορταστική περίοδο, η προσμονή δεν
επικεντρώνεται τόσο στη γαλοπούλα των Χριστουγέννων, όσο
στον επικείμενο οικονομικό «πόνο» που θα επιφέρει ο νέος
προϋπολογισμός. Στις 26 Νοεμβρίου, η υπουργός Οικονομικών
του Εργατικού Κόμματος, Ρέιτσελ Ριβς, θα παρουσιάσει ένα
πακέτο μέτρων που, όπως η ίδια έχει παραδεχθεί, θα πλήξει τα
εισοδήματα των πολιτών. Κυκλοφορούν φήμες για αυξήσεις στον
φόρο εισοδήματος, επιβαρύνσεις στους πιο εύπορους, νέους
φόρους ακινήτων και ενδεχομένως φορολόγηση κεφαλαιακών
κερδών.
Η ανάγκη αυτών των
μέτρων απορρέει από τη βαθιά «μαύρη τρύπα» στα δημόσια
οικονομικά της Βρετανίας, η οποία, σύμφωνα με τον Economist,
είναι τόσο εκτεταμένη που θέτει τη χώρα σε τροχιά
δημοσιονομικής κατάρρευσης. Οι πληρωμές τόκων για το δημόσιο
χρέος απορροφούν πλέον μεγαλύτερο μερίδιο των εσόδων απ’
ό,τι η άμυνα, οι υποδομές ή η εκπαίδευση. Περισσότεροι από
τους μισούς Βρετανούς λαμβάνουν περισσότερα από το κράτος
απ’ όσα συνεισφέρουν μέσω της φορολογίας.
Η Βρετανία δεν
αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο. Τον Αύγουστο, ο Γερμανός
καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς αναγνώρισε ανοιχτά ότι το κόστος
του κοινωνικού κράτους της Γερμανίας έχει καταστεί μη
βιώσιμο: «Δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε οικονομικά το
σύστημά μας», δήλωσε. «Αυτό σημαίνει οδυνηρές αποφάσεις και
περικοπές».
Στη Γαλλία, τη χώρα
με τις υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες στην Ευρώπη, οι πολίτες
συνεχίζουν να αντιδρούν δυναμικά στις προσπάθειες του
προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να αυξήσει τη συνταξιοδοτική ηλικία
από τα 62 στα 64 έτη. Αντιμέτωπος με την έντονη αντίδραση
τόσο της ριζοσπαστικής αριστεράς όσο και της ακροδεξιάς, ο
πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί εξετάζει την αναστολή
εφαρμογής της μεταρρύθμισης έως τις επόμενες εκλογές του
2027.
Πριν από έναν
χρόνο, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε
προειδοποιήσει ότι τα κοινωνικά προγράμματα όλων των μεγάλων
ευρωπαϊκών κρατών βρίσκονται σε κίνδυνο. Έκτοτε, η κατάσταση
έχει επιδεινωθεί, ενώ η πολιτική αδυναμία εμποδίζει τους
ηγέτες να πείσουν τους πολίτες για την ανάγκη σκληρών
αποφάσεων.
Η δυσαρέσκεια
απέναντι στις περικοπές και το αίσθημα αδικίας τροφοδοτούν
τα άκρα, με ακροδεξιά κόμματα να εκμεταλλεύονται τη λαϊκή
οργή κατηγορώντας τους μετανάστες για τη σπατάλη πόρων.
Στις Ηνωμένες
Πολιτείες, τα προβλήματα είναι παρόμοια, αλλά η χώρα
προστατεύεται από το καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου
αποθεματικού νομίσματος και από το μέγεθος της οικονομίας
της. Οι αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί συνεχίζουν να
δημιουργούν πλούτο σε πρωτοφανή κλίμακα — κάτι που η Ευρώπη
αδυνατεί να ανταγωνιστεί.
Η γερμανική
αυτοκινητοβιομηχανία, για χρόνια βασικός πυλώνας της
ανάπτυξης, σήμερα υποφέρει από το υψηλό ενεργειακό κόστος
και τις συνέπειες των πολιτικών της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία
εγκατέλειψε την πυρηνική ενέργεια και εξάρτησε τη χώρα από
το ρωσικό φυσικό αέριο. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πληρώνουν
διπλάσιο κόστος ενέργειας από τις αμερικανικές, ενώ οι
βρετανικές έως και τετραπλάσιο, εξαιτίας υπερβολικά
φιλόδοξων «πράσινων» πολιτικών.
Η Ιταλία αποτελεί
εξαίρεση στην ευρωπαϊκή στασιμότητα. Η πρωθυπουργός
Τζιόρτζια Μελόνι, που κάποτε θεωρούνταν εκπρόσωπος της
ακροδεξιάς, έχει επιτύχει αξιοσημείωτη σταθερότητα. Το
κόστος δανεισμού έχει μειωθεί, η ανεργία υποχωρεί και τα
φορολογικά έσοδα αυξάνονται, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να
έχει μειωθεί στο μισό. Παρότι η επιτυχία αυτή δεν πρέπει να
υπερεκτιμηθεί, η Ιταλία δεν θεωρείται πλέον «χαμένη
υπόθεση». Με ποσοστό αποδοχής περίπου 45%, η Μελόνι
υπερτερεί σαφώς των Ευρωπαίων ομολόγων της.
Στη Βρετανία, η
προοπτική νέων φορολογικών επιβαρύνσεων προκαλεί
απογοήτευση, όχι μόνο επειδή περιορίζουν το διαθέσιμο
εισόδημα και τις προοπτικές των επόμενων γενεών, αλλά και
επειδή μεγάλο μέρος των εσόδων θα κατευθυνθεί σε τόκους
χρέους ή σε αναποτελεσματικά κοινωνικά προγράμματα. Περίπου
9,4 εκατομμύρια πολίτες παραμένουν οικονομικά ανενεργοί —
πέραν των 1,6 εκατομμυρίων ανέργων — δηλαδή σχεδόν το 20%
του ενεργού πληθυσμού, λαμβάνοντας κρατικά επιδόματα χωρίς
να εργάζονται. Αν και κάποιοι αντιμετωπίζουν πραγματικά
προβλήματα υγείας ή φροντίζουν συγγενείς, πολλοί νεότεροι
απλώς έχουν αποσυρθεί από την παραγωγική ζωή, επικαλούμενοι
ψυχολογικά προβλήματα.
Η αδυναμία των
κυβερνήσεων να περιορίσουν αυτές τις στρεβλώσεις, να
βελτιώσουν την παραγωγικότητα και να αναμορφώσουν το κράτος
πρόνοιας, ανησυχεί για το μέλλον της οικονομίας. Οι
Συντηρητικοί δεν κατόρθωσαν να αναλάβουν δράση μεταξύ 2010
και 2024, ενώ οι Εργατικοί δείχνουν ακόμη πιο απρόθυμοι να
αγγίξουν τις κοινωνικές δαπάνες, απορρίπτοντας κάθε
προτεινόμενη περικοπή.
Έτσι, η πολιτική
συζήτηση επιστρέφει σε έναν αναβιωμένο «πόλεμο των τάξεων»,
όπου όσοι εργάζονται και παράγουν επιβαρύνονται με νέους
φόρους για να συντηρηθεί ένα δυσλειτουργικό σύστημα
επιδομάτων.
Το λάθος,
επισημαίνουν αναλυτές, είναι ότι η πρόνοια και η δημόσια
υγεία αντιμετωπίζονται ως απεριόριστα δικαιώματα, χωρίς
καμία υποχρέωση συμμετοχής των πολιτών μέσω εργασίας και
φορολογίας. Η φορολογική επιβάρυνση έχει πλέον καταστεί
αντικίνητρο για την παραγωγική δραστηριότητα.
Ο καγκελάριος Μερτς
είχε δίκιο όταν τόνισε ότι η ευρωπαϊκή παραγωγική βάση δεν
μπορεί πλέον να υποστηρίξει το βάρος των κοινωνικών δαπανών.
Η πρόκληση για τους ηγέτες της Ευρώπης είναι να το πουν
ανοιχτά σε ψηφοφόρους που δεν θέλουν να το ακούσουν.
Ο Ζαν-Κλοντ
Γιούνκερ είχε συνοψίσει εύστοχα το δίλημμα: «Όλοι οι
πολιτικοί γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν για να
αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική ισορροπία, αλλά κανείς δεν
ξέρει πώς θα επανεκλεγεί μετά». Το ρητό αυτό παραμένει
επίκαιρο. Λίγοι στη Βρετανία αναμένουν ότι ο προϋπολογισμός
που θα παρουσιαστεί φέτος θα περιλαμβάνει ουσιαστικές
περικοπές στις κρατικές δαπάνες.
Αντιθέτως, μια
αδύναμη υπουργός Οικονομικών και μια εύθραυστη κυβέρνηση
πιθανότατα θα επιλέξουν τη βολική λύση: θα επιβαρύνουν
περαιτέρω όσους εργάζονται, προκειμένου να συντηρήσουν όσους
δεν εργάζονται. Και έτσι, η Βρετανία —όπως και μεγάλο μέρος
της Ευρώπης— θα συνεχίσει να πορεύεται σε έναν οικονομικό
δρόμο που οδηγεί, αργά αλλά σταθερά, στην παρακμή.
|