|
Ολόκληρος ο
πλανήτης παρακολούθησε με έντονο ενδιαφέρον τη συνάντηση του
Ντόναλντ Τραμπ με τον Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα για
ζητήματα εμπορίου, ελπίζοντας ότι θα αποκατασταθεί ένα
αίσθημα σταθερότητας στις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών
και Κίνας.
Όποια ρητορική κι
αν επέλεγαν και σε οποιαδήποτε συμφωνία κι αν κατέληγαν οι
δύο ηγέτες, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι κάτι
περισσότερο από μια προσωρινή εκεχειρία. Τόσο ο Τραμπ όσο
και ο Σι λειτουργούν χωρίς ουσιαστικούς εσωτερικούς ή
θεσμικούς περιορισμούς και διαθέτουν την ελευθερία να
μεταβάλλουν τη στάση τους όποτε το επιθυμούν.
Καλωσορίσατε στη
νέα εποχή των «ισχυρών ανδρών» της πολιτικής.
Αν ο κόσμος μοιάζει
να βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση αναβρασμού, με διαλυμένες
συμμαχίες, αυξανόμενες συγκρούσεις και διάχυτη αστάθεια,
αυτό οφείλεται στο ότι ζούμε τα πρώτα σοκ ενός πλανήτη που
διαμορφώνεται πλέον από ηγέτες οι οποίοι κυβερνούν βάσει
προσωπικών επιθυμιών και όχι μέσω θεσμικών κανόνων και
συναίνεσης.
Ανάλογες φιγούρες
εμφανίζονται σε ολόκληρο τον κόσμο — από τον Ναγίμπ Μπουκέλε
στο Ελ Σαλβαδόρ και τον Καΐς Σαγιέντ στην Τυνησία, έως τον
Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, πλαισιωμένους από γνωστούς
αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν στη Ρωσία και ο
Κιμ Γιονγκ Ουν στη Βόρεια Κορέα. Για πρώτη φορά στην ιστορία
τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα κυβερνώνται από
ηγέτες με παρόμοιο πολιτικό ύφος. Οι επιπτώσεις αυτής της
πραγματικότητας, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια,
αναμένεται να είναι βαθιές: μεγαλύτερος κίνδυνος, εντονότερη
αστάθεια, περισσότερες λανθασμένες εκτιμήσεις και αυξημένες
πιθανότητες σύγκρουσης.
Παρά τις διαφορές
τους, ο Τραμπ και ο Σι έχουν ένα κοινό στοιχείο — και οι δύο
έχουν επιχειρήσει να υποτάξουν τα πολιτικά τους συστήματα
στη δική τους βούληση. Ο Τραμπ έχει μετατρέψει το
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε προσωπικό του εργαλείο, ενώ ο Σι
έχει συγκεντρώσει στην Κίνα εξουσίες που θυμίζουν εκείνες
του Μάο.
Η απουσία
ουσιαστικών θεσμικών φραγμών τους επιτρέπει να
διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συμφωνίες με ευκολία,
αλλά την ίδια στιγμή καθιστά αυτές τις συμφωνίες ευάλωτες σε
ανατροπές. Και οι δύο θεωρούνται απρόβλεπτοι εταίροι στη
διεθνή σκηνή: περιβαλλόμενοι από πιστούς υποστηρικτές και
ασκώντας σχεδόν ανεξέλεγκτη εξουσία, σπάνια αντιμετωπίζουν
εσωτερικές συνέπειες όταν αθετούν δεσμεύσεις ή αλλάζουν
πορεία. Το έχουμε δει στην πράξη: η κυβέρνηση Τραμπ έχει
κατηγορήσει την Κίνα ότι δεν τήρησε τις εμπορικές
υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, ενώ ο ίδιος ο Τραμπ έχει
επανειλημμένα επιβάλει και στη συνέχεια άρει δασμούς σε
εμπορικούς εταίρους.
Η έλλειψη θεσμικών
περιορισμών ενδέχεται να αποδειχθεί επικίνδυνη για τη διεθνή
ασφάλεια. Οι ισχυροί ηγέτες, απαλλαγμένοι από λογοδοσία, δεν
αισθάνονται δεσμευμένοι να τηρούν τις υποσχέσεις τους,
γεγονός που διαβρώνει την αξιοπιστία τους. Σε περιβάλλον
εντάσεων, οι συνομιλητές τους δυσκολεύονται να εκτιμήσουν τα
πραγματικά όρια των προθέσεών τους — χαρακτηριστικά, ο Τραμπ
έχει απευθύνει επανειλημμένα τελεσίγραφα προς τον Πούτιν για
κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, τα οποία ο Ρώσος πρόεδρος
αγνόησε.
Έρευνες δείχνουν
ότι οι αυταρχικοί ηγέτες —περιβαλλόμενοι από συνεργάτες που
απλώς επικυρώνουν τις αποφάσεις τους— είναι πιο πιθανό να
λάβουν επικίνδυνες αποφάσεις, να ξεκινήσουν πολέμους ή να
κλιμακώσουν κρίσεις.
Η ρωσική εισβολή
στην Ουκρανία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Πούτιν
υποτίμησε τη δύναμη και την αντίσταση της Ουκρανίας,
προκαλώντας έναν πόλεμο που συγκλόνισε τον κόσμο. Παρόμοια
συμπεριφορά έχει επιδείξει και ο Τραμπ, με εντολές για
βίαιες επιχειρήσεις κατά φερόμενων διακινητών ναρκωτικών
στην Καραϊβική ή απειλές στρατιωτικής δράσης στη Βενεζουέλα.
Η Κίνα, από την πλευρά της, έχει εντείνει τις στρατιωτικές
κινήσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στο Στενό της
Ταϊβάν. Οι συγκρούσεις πολλαπλασιάζονται — και είναι πιθανό
να συνεχιστούν όσο τέτοιοι ηγέτες παραμένουν στην εξουσία.
Οι συνέπειες της
αυταρχικής διακυβέρνησης δεν περιορίζονται στη γεωπολιτική,
αλλά επεκτείνονται και στην οικονομία και την κοινωνία. Οι
ηγέτες αυτού του τύπου τείνουν να υπονομεύουν ανεξάρτητους
θεσμούς, όπως οι κεντρικές τράπεζες — χαρακτηριστικό
παράδειγμα η πίεση του Τραμπ προς τη
Federal
Reserve — γεγονός που μπορεί να επιταχύνει τον
πληθωρισμό. Η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική ισότητα
συχνά πλήττονται, καθώς οι αυταρχικές εξουσίες συγκεντρώνουν
πλούτο στις ελίτ, αποθαρρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και
παραμελούν κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση, η
υγεία και οι υποδομές. Ο εμπορικός πόλεμος που έχει κηρύξει
ο Τραμπ κατά της Κίνας και άλλων εταίρων έχει ήδη
δημιουργήσει σοβαρές αναταράξεις, επιβαρύνοντας την
παγκόσμια ανάπτυξη.
Πέραν αυτών,
τέτοιοι ηγέτες συχνά εμπλέκονται σε πρακτικές προσωπικού
πλουτισμού και διαφθοράς. Η οικογένεια του Σι, σύμφωνα με
αναφορές, διαθέτει περιουσία άνω του 1 δισ. δολαρίων, ενώ ο
ίδιος χρησιμοποιεί την εκστρατεία κατά της διαφθοράς ως
εργαλείο εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Κατά τη δεύτερη
θητεία του Τραμπ, η επιχειρηματική δραστηριότητα της
οικογένειάς του ενισχύθηκε αισθητά στη Μέση Ανατολή και στα
κρυπτονομίσματα. Παράλληλα, η καταστολή στο εσωτερικό
αυξάνεται: το καθεστώς Σι έχει φυλακίσει ή φιμώσει
δημοσιογράφους και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
επικαλούμενο ζητήματα «εθνικής ασφάλειας», ενώ έχει
ουσιαστικά καταργήσει τις ελευθερίες του Χονγκ Κονγκ. Στις
ΗΠΑ, η κυβέρνηση Τραμπ έχει ακολουθήσει σκληρή γραμμή κατά
των μεταναστών, έχει αναπτύξει στρατεύματα της Εθνοφρουράς
σε πολιτείες που ελέγχονται από Δημοκρατικούς και έχει
κινηθεί νομικά εναντίον πολιτικών αντιπάλων, επιχειρώντας να
ελέγξει ανεξάρτητες δημόσιες υπηρεσίες.
Στην
πραγματικότητα, η σημερινή περίοδος δεν είναι εξαίρεση αλλά
επιστροφή στην ιστορική κανονικότητα. Μόλις τον τελευταίο
αιώνα η διακυβέρνηση έγινε πιο συλλογική, ιδίως μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι θεσμοί, οι συμμαχίες και οι
κανόνες διαμόρφωσαν μια πρωτοφανή εποχή ειρήνης και
ευημερίας.
Σήμερα, ωστόσο,
βρισκόμαστε σε φάση παρακμής. Η απρόβλεπτη, προσωποκεντρική
και ασταθής διακυβέρνηση των ισχυρών ηγετών επιστρέφει
δυναμικά.
|