|
Η έκδοση κρατικού
χρέους, που μέχρι πρότινος ήταν μια προβλέψιμη διαδικασία,
αντιμετωπίζει πλέον πρωτοφανείς προκλήσεις. Οι κυβερνήσεις
σε διάφορες χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξανόμενη
απροθυμία των επενδυτών να αγοράσουν μακροπρόθεσμους
τίτλους, γεγονός που είτε περιορίζει το ποσό που τελικά
αντλείται είτε ανεβάζει αισθητά τις απαιτούμενες αποδόσεις.
Η Αμάντα Στιτ από
την επενδυτική εταιρεία
T.
Rowe
Price, η οποία διαχειρίζεται 1,6 τρισ. δολάρια,
αποδίδει αυτή την αλλαγή σε μια χαρακτηριστική ανισορροπία
μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Δύο πρόσφατα περιστατικά έχουν
καταδείξει αυτή την τάση: η Ιαπωνία δυσκολεύτηκε να βρει
επενδυτές για τα 20ετή ομόλογά της, με αποτέλεσμα την
κατακόρυφη πτώση των τιμών και αύξηση των αποδόσεων. Ανάλογη
υποτονική αντίδραση καταγράφηκε και στην αντίστοιχη
δημοπρασία των ΗΠΑ.
Το κοινό στοιχείο
αυτών των εξελίξεων είναι η μειωμένη διάθεση των επενδυτών
να αγοράσουν κρατικό χρέος, την ώρα που οι κυβερνήσεις
σχεδιάζουν να ενισχύσουν τον δανεισμό τους, σε ένα κλίμα
αυξημένης παγκόσμιας αβεβαιότητας. Η αποδυνάμωση της ζήτησης
συνδέεται επίσης με την αλλαγή πολιτικής των κεντρικών
τραπεζών, οι οποίες ρευστοποιούν τα ομόλογα που απέκτησαν
κατά την πανδημία, αλλά και με τη μείωση της συμμετοχής
παραδοσιακών θεσμικών επενδυτών όπως τα ασφαλιστικά ταμεία.
Το κλίμα αυτό είναι
ιδιαίτερα δυσμενές για τις κυβερνήσεις, ιδίως καθώς η αύξηση
των δαπανών για έργα υποδομής και άμυνας, ακόμη και σε χώρες
με φήμη δημοσιονομικής πειθαρχίας όπως η Γερμανία, οδηγεί σε
περαιτέρω ανάγκες δανεισμού.
Όπως τονίζει η
Στιτ, η εποχή του φθηνού και εύκολου μακροπρόθεσμου
δανεισμού έχει λήξει. Πλέον, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν
ισχυρό ανταγωνισμό στην προσπάθειά τους να τοποθετήσουν τα
ομόλογά τους στην αγορά. Το υποτονικό ενδιαφέρον για χρέος
χωρών όπως η Ιαπωνία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, έχει προκαλέσει
άνοδο των αποδόσεων των 30ετών τίτλων σε επίπεδα που δεν
είχαν σημειωθεί εδώ και δεκαετίες.
Η συζήτηση για τη
βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους επανέρχεται στο προσκήνιο,
καθώς οι υπουργοί Οικονομικών γίνονται πιο ευάλωτοι στις
μεταβολές των αγορών. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι
ενδεχόμενες κρίσεις, όπως οι πολιτικές εντάσεις στις ΗΠΑ ή η
περίπτωση του "μίνι προϋπολογισμού" της κυβέρνησης Τρας στη
Βρετανία το 2022, μπορεί να επαναληφθούν εάν δεν υπάρξει
δημοσιονομική πειθαρχία.
Στις Ηνωμένες
Πολιτείες, οι αποδόσεις των 30ετών κρατικών ομολόγων –σε μια
αγορά αξίας 29 τρισ. δολ.– σταθεροποιούνται στο 5%, επίπεδα
παρόμοια με εκείνα της περιόδου έντονης νομισματικής
σύσφιξης και της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στη Βρετανία, οι
αποδόσεις των αντίστοιχων τίτλων έφτασαν φέτος στα υψηλότερα
επίπεδα από το 1998, ενώ στη Γαλλία, η αύξηση του χρέους
έχει χαρακτηριστεί ως «δαμόκλειος σπάθη». Ακόμη και η
Ιαπωνία, παρά την παραδοσιακά υπερ-χαλαρή νομισματική της
πολιτική, βλέπει τις αποδόσεις των 30ετών τίτλων της να
φθάνουν το 3%.
Σύμφωνα με τον
ΟΟΣΑ, το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους στις
ανεπτυγμένες οικονομίες έχει ήδη εκτιναχθεί στα υψηλότερα
επίπεδα από το 2007, γεγονός που υπογραμμίζει τη στροφή σε
ένα δυσμενέστερο περιβάλλον χρηματοδότησης για τα κράτη
παγκοσμίως.
|