|
Ένας από τους πιο
γόνιμους τρόπους για να κατανοήσουμε την εποχή μας είναι να
στραφούμε προς το παρελθόν. Η ιστορία δεν μας προσφέρει μόνο
προοπτική για τα γεγονότα, αλλά και καθοδήγηση για το πώς
μπορούν να εξελιχθούν – ή πώς μπορούμε να τα διαμορφώσουμε
προς όφελός μας.
Σήμερα, κυριαρχούν
οι ιστορικές αναλογίες με τη δεκαετία του 1930· μια περίοδος
που προβάλλεται τόσο από προοδευτικούς όσο και από
συντηρητικούς επικριτές του λαϊκισμού. Ορισμένοι ιστορικοί,
όπως ο Τζέιμς Χάνκινς, βλέπουν ομοιότητες ακόμη και με τα
μέσα του 14ου αιώνα, όταν οι υπερεθνικοί θεσμοί κατέρρεαν, η
πανώλη αποδεκάτιζε πληθυσμούς και η Ευρώπη βυθιζόταν στον
«αιώνιο πόλεμο». Αυτές οι σχολές σκέψης προτείνουν δύο
δρόμους: η πρώτη, εμπνευσμένη από τη δεκαετία του ’30, ζητά
αδιάλλακτη μάχη κατά του λαϊκισμού· η δεύτερη, της
«Αναγέννησης της Αρετής», πρεσβεύει μια πολιτισμική
αναμόρφωση.
Ωστόσο, υπάρχει και μια τρίτη
–ίσως πιο εύστοχη– ιστορική σύγκριση: οι εμφύλιοι πόλεμοι
του 17ου αιώνα. Αυτή η περίοδος αναταράξεων σε όλη την
Ευρώπη, όπως περιέγραψε ο ιστορικός Χιου Τρέβορ-Ρόπερ στο
κλασικό δοκίμιό του Η
γενική κρίση του 17ου αιώνα
(1959), δεν ήταν απλώς μια σειρά τοπικών εξεγέρσεων, αλλά
μια ευρωπαϊκή κρίση που προέκυψε από τη σύγκρουση ανάμεσα
στην «Αυλή» και τη «Χώρα».
Οι αυλές των
μοναρχών είχαν διογκωθεί, γινόμενες αλαζονικές και
διεφθαρμένες. Οι βασιλιάδες πωλούσαν αξιώματα, οι αυλικοί
περιφρονούσαν τον λαό και οι θεσμοί –πανεπιστήμια,
εταιρείες, δικαστήρια– λειτουργούσαν ως προέκταση της
εξουσίας. Οι φιλόδοξοι νέοι στρέφονταν μαζικά προς την αυλή,
όμως τα αξιώματα ήταν λιγοστά. Η κοινωνία εξερράγη: οι
«άνθρωποι της χώρας», κουρασμένοι να χρηματοδοτούν έναν
παρασιτικό μηχανισμό, εξεγέρθηκαν εναντίον της αδικίας.
Η ανάλυση του
Τρέβορ-Ρόπερ ερμήνευσε με μοναδική διαύγεια τη σύνθεση και
το πάθος αυτών των κινημάτων. Δεν ήταν ταξικές επαναστάσεις
με τη μαρξιστική έννοια, αλλά πολιτισμικές εξεγέρσεις
εναντίον της διαφθοράς και της περιφρόνησης της ελίτ. Οι
Άγγλοι Πουριτανοί, οι Γάλλοι Γιανσενιστές, οι Ισπανοί
καθολικοί μεταρρυθμιστές –όλοι, παρά τις διαφορές τους–
εξέφρασαν την ίδια αγανάκτηση απέναντι στην αλαζονεία της
αυλής και νοστάλγησαν μια εποχή εγκράτειας και ηθικής τάξης.
Η σύγχρονη εποχή
παρουσιάζει ανησυχητικές ομοιότητες. Από τη δεκαετία του
1990 και την άνοδο του Μπερλουσκόνι έως τον Τραμπ και το
Brexit, ο κόσμος βιώνει μια «γενική κρίση» που τροφοδοτείται
από τη δυσπιστία απέναντι στις ελίτ και τους υπερεθνικούς
θεσμούς. Η γεωγραφία των κινημάτων αυτών θυμίζει έντονα τον
17ο αιώνα: οι «επαρχίες» εναντίον του «κέντρου», οι μικρές
πόλεις εναντίον των μητροπόλεων. Οι λαϊκιστές καταγγέλλουν
τις ελίτ των πανεπιστημίων, των πολυεθνικών και των θεσμών
για υπεροψία και αποξένωση – όπως ακριβώς η «Χώρα» του 17ου
αιώνα επαναστάτησε απέναντι στην Αυλή.
Ασφαλώς, οι
παραλληλισμοί δεν είναι απόλυτοι. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι
Κρόμγουελ – αντίθετα με τον Πουριτανό ηγέτη, ο Αμερικανός
πρώην πρόεδρος λατρεύει τη χλιδή και τη θεατρικότητα.
Ωστόσο, το κοινό νήμα παραμένει: μια ευρεία κοινωνική οργή
απέναντι σε μια αυτάρεσκη «Αυλή» που θεωρεί εαυτόν υπεράνω
του έθνους.
Η ιστορία, όμως,
δεν προσφέρει μόνο αναλογίες – προσφέρει και λύσεις. Στον
17ο αιώνα, οι χώρες που επέλεξαν να μεταρρυθμιστούν, όπως η
Βρετανία και η Ολλανδία, περιόρισαν τη δύναμη της αυλής,
ενίσχυσαν την τοπική αυτοδιοίκηση και εξισορρόπησαν τη σχέση
κέντρου–περιφέρειας. Εκείνες που αγνόησαν την κρίση, όπως η
Ισπανία ή η Γαλλία, οδηγήθηκαν σε μαρασμό ή αιματηρή
επανάσταση.
Το δίδαγμα είναι
σαφές: για να αντιμετωπιστεί η σημερινή κρίση εμπιστοσύνης,
οι κοινωνίες πρέπει να ανακτήσουν την ισορροπία μεταξύ
«Αυλής» και «Χώρας» — μεταξύ ελίτ και λαού. Αν η ιστορία
έχει κάτι να μας διδάξει, είναι ότι η στασιμότητα και η
αλαζονεία της εξουσίας είναι οι πιο σίγουρες συνταγές για
καταστροφή.
|