|
Η σημασία της
στιγμής που ακολούθησε αποδείχθηκε προμηνυτική
Στις 15 Μαΐου 2019,
ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε
εκτελεστικό διάταγμα που απαγόρευε τη συνεργασία
αμερικανικών επιχειρήσεων με κινεζικές εταιρείες
τηλεπικοινωνιών, με κύριο στόχο τη Huawei. Πέντε μέρες
αργότερα, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ εμφανίστηκε σε
επίσκεψη σε εργοστάσιο παραγωγής μαγνητών σπάνιων γαιών —
υλικά ζωτικής σημασίας για την τεχνολογία και τη βιομηχανία.
Το μήνυμα ήταν σαφές: η Κίνα διέθετε ένα πανίσχυρο
γεωπολιτικό "όπλο", αντίστοιχης βαρύτητας με την τεχνολογική
υπεροχή των ΗΠΑ στους ημιαγωγούς
Έξι χρόνια
αργότερα, η αντιπαράθεση αυτή έχει ενταθεί. Στη νέα φάση της
εμπορικής σύγκρουσης επί Τραμπ, η Κίνα αξιοποίησε το
πλεονέκτημά της στις σπάνιες γαίες για να πιέσει την
Ουάσινγκτον. Οι μαγνήτες που κατασκευάζονται από αυτά τα
υλικά είναι απαραίτητοι σε πλήθος εφαρμογών — από ηλεκτρικά
καθίσματα αυτοκινήτων μέχρι προηγμένους πυραύλους. Μετά τους
νέους δασμούς των ΗΠΑ τον Απρίλιο, το Πεκίνο περιόρισε τις
άδειες εξαγωγών, προκαλώντας έντονες ανησυχίες σε
αμερικανικές βιομηχανίες.
Ο Τραμπ, σε μια
εντυπωσιακή ανάρτηση, δήλωσε ότι "ΟΛΟΙ ΟΙ ΜΑΓΝΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ
ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ, ΘΑ ΔΟΘΟΥΝ, ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ
ΚΙΝΑ", επισημοποιώντας έτσι μια νέα συμφωνία. Ωστόσο, πίσω
από τον επιθετικό τόνο, διαφαίνεται μια δυσάρεστη
πραγματικότητα: οι ΗΠΑ αιφνιδιάστηκαν και βρίσκονται πλέον
σε θέση άμυνας.
Η αντίδραση της
Κίνας στον αποκλεισμό της από την παγκόσμια αλυσίδα
ημιαγωγών υπήρξε άμεση και μαζική. Η κρατική Semiconductor
Manufacturing International Corp. επένδυσε πάνω από 33
δισεκατομμύρια δολάρια σε εξοπλισμό και 4 δισ. σε έρευνα,
ενώ η Huawei δαπανά περίπου 25 δισεκατομμύρια δολάρια
ετησίως για R&D. Επιπλέον, ιδρύθηκε νέο κρατικό ταμείο ύψους
σχεδόν 48 δισ. δολαρίων, ειδικά για την ανάπτυξη του
εγχώριου τομέα ημιαγωγών.
Παρά τις προόδους,
οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν προβάδισμα στους
προηγμένους επεξεργαστές. Αν και η Huawei εργάζεται ήδη πάνω
σε τσιπ 3 νανομέτρων, ο ιδρυτής της εταιρείας αναγνώρισε ότι
η Κίνα εξακολουθεί να υπολείπεται τεχνολογικά μιας ολόκληρης
γενιάς.
Ωστόσο, ο
"ασύμμετρος πόλεμος" δεν απαιτεί απαραίτητα συμμετρική ισχύ.
Εκεί που οι ΗΠΑ υπερέχουν στους μικροεπεξεργαστές, η Κίνα
αξιοποιεί τις αδυναμίες των αντιπάλων της — όπως η εξάρτησή
τους από κρίσιμες πρώτες ύλες.
Στο βιβλίο Chip War
του 2022, ο Κρις Μίλερ εξηγεί πώς το τεχνολογικό πλεονέκτημα
των ΗΠΑ στους ημιαγωγούς υπήρξε καθοριστικό στον Ψυχρό
Πόλεμο, ενισχύοντας τις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας.
Αντίστοιχα, σήμερα οι μαγνήτες σπάνιων γαιών υπόσχονται μια
"επανάσταση ισχύος", επιτρέποντας τη δημιουργία μικρότερων,
ισχυρότερων και οικονομικότερων κινητήρων. Τεχνολογίες όπως
τα drones — που βασίζονται σε τέτοιες καινοτομίες — ήδη
αναδιαμορφώνουν το πολεμικό πεδίο, όπως έδειξαν οι πρόσφατες
επιθέσεις της Ουκρανίας σε ρωσικά βομβαρδιστικά.
Παρά την αυξανόμενη
σημασία των σπάνιων γαιών, η αμερικανική απάντηση παραμένει
υποτονική. Οι στρατιωτικές ανάγκες καλύπτονται μόλις και
μετά βίας, ενώ οι σχετικές δημόσιες επενδύσεις φτάνουν μόλις
τα 439 εκατ. δολάρια — ποσό ασήμαντο σε σύγκριση με τις
δαπάνες της Κίνας.
Ακόμα μεγαλύτερη
ανησυχία προκαλεί η πολιτικοποίηση του τομέα των μπαταριών
ιόντων λιθίου. Η ενδεχόμενη κατάργηση των πράσινων
επιδοτήσεων απειλεί να καταρρεύσει η εγχώρια βιομηχανία,
οδηγώντας σε απώλεια έως και 75% της μελλοντικής παραγωγικής
ικανότητας μέχρι το 2030. Αυτό σημαίνει πως οι ΗΠΑ θα
μπορούν να καλύψουν μόλις το 20% της ετήσιας ζήτησης σε
ηλεκτρικά οχήματα — με ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από την
Κίνα.
Στο παρελθόν, οι
ΗΠΑ διαισθάνονταν ότι η τεχνολογική πρωτοπορία ήταν ο
θεμέλιος λίθος της γεωπολιτικής ισχύος τους. Όμως όταν η
τεχνολογική στρατηγική υποτάσσεται σε πολιτικές ιδεολογίες,
οι συνέπειες μπορεί να είναι ολέθριες. Η Κίνα κατακτά
σταδιακά την πρωτοκαθεδρία σε κρίσιμους τομείς του
μέλλοντος, όπως οι σπάνιες γαίες, οι μπαταρίες, οι ηλιακοί
συλλέκτες και η "καθαρή" τεχνολογία
Αν σε μια
μελλοντική σύγκρουση τα αμερικανικά στρατεύματα βρεθούν
χωρίς τις απαραίτητες τεχνολογίες και πρώτες ύλες για να
αντιμετωπίσουν τα κύματα των κινεζικών drones, τότε ίσως
θυμηθούν με πικρία τη μέρα που η Ουάσινγκτον αδιαφόρησε για
το μέλλον.
|