|
Η υπερπαραγωγή της
Κίνας έχει εισχωρήσει στην εγχώρια αγορά, προκαλώντας έναν
έντονο πόλεμο τιμών μεταξύ επιχειρήσεων που συμπιέζει τα
περιθώρια κέρδους και εντείνει τον αποπληθωρισμό. Η
κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα αντιμετώπισης της
κρίσης, καταγράφοντας ορισμένες πρώτες επιτυχίες, ωστόσο η
σύγκρουση αναμένεται να διαρκέσει.
Από τον Ιούνιο του
2024, το Πεκίνο άρχισε να προειδοποιεί τις εταιρείες για τις
συνέπειες του «ακραίου» ανταγωνισμού, ο οποίος πλήττει
κερδοφορία σε κλάδους που εκτείνονται από τα ηλεκτρικά
οχήματα και τα φωτοβολταϊκά έως τον χάλυβα, το τσιμέντο και
τις υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης. Η κατάσταση κλιμακώθηκε
στις αρχές του 2025, με την BYD να μειώνει απότομα τις τιμές
της, ενώ κολοσσοί όπως η Meituan και η JD.com προσέφεραν
γενναίες εκπτώσεις και επιδοτήσεις.
Παρά τις προσδοκίες
του 2024 για ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, η ένταση του
πολέμου τιμών φέτος οδήγησε τον δείκτη τιμών παραγωγού σε
πτώση 3,6% σε ετήσια βάση. Το Πεκίνο, αναγνωρίζοντας τον
κίνδυνο που δημιουργεί η υπερπαραγωγή για την οικονομία,
ξεκίνησε τον περασμένο μήνα εκστρατεία για να περιορίσει τη
συμμετοχή των επιχειρήσεων σε επιθετικές πολιτικές
τιμολόγησης.
Μερικά πρώτα
αποτελέσματα είναι ήδη ορατά: οι μέσες εκπτώσεις των
αυτοκινητοβιομηχανιών μειώθηκαν τον Ιούλιο, ενώ οι Meituan,
JD.com και Alibaba συμφώνησαν να τερματίσουν τις ακραίες
προσφορές. Παράλληλα, ενισχύονται οι συγχωνεύσεις και η
συγκέντρωση σε κλάδους όπως η πολυσιλικόνη, ενώ η China
Shenhua Energy σχεδιάζει να εξαγοράσει περιουσιακά στοιχεία
από τον βασικό της μέτοχο για μεγαλύτερη αποδοτικότητα.
Ωστόσο, η πρόκληση
είναι ότι οι περισσότερες εταιρείες που στοχεύει το
πρόγραμμα βρίσκονται στον ιδιωτικό τομέα και η συμμόρφωση
στις οδηγίες εξαρτάται από την εθελοντική τους
αυτοπειθαρχία. Το Πεκίνο είχε καταφέρει την περίοδο
2015–2017 να περιορίσει την υπερπαραγωγή στις κρατικές
επιχειρήσεις, αλλά η φύση των ιδιωτικών εταιρειών καθιστά
πολύ δυσκολότερη την εφαρμογή ανάλογων μέτρων.
|