|
Πολλοί
παρακολουθούν με έκπληξη τη συνεχιζόμενη ανοδική πορεία της
αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς, καθώς η
Wall
Street
δείχνει να αγνοεί μια σειρά από ανησυχίες – την επιβράδυνση
της αγοράς εργασίας, τη μείωση της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης, την εμπορική αβεβαιότητα, τις γεωπολιτικές
εντάσεις και ακόμη και το πρόσφατο
shutdown
της κυβέρνησης των ΗΠΑ – συνεχίζοντας ακάθεκτη προς νέα
ιστορικά υψηλά. Πολλοί συγκρίνουν αυτήν την κατάσταση με τη
«φούσκα» του διαδικτύου στα τέλη της δεκαετίας του 1990,
μόνο που αυτή τη φορά ο καταλύτης είναι η τεχνητή νοημοσύνη.
Το ερώτημα που απασχολεί πλέον τους επενδυτές είναι αν η
άνοδος αυτή έχει ξεπεράσει τα όρια του λογικού και αν
επίκειται διόρθωση.
Ωστόσο, οι μετοχές
έχουν έναν βασικό οδηγό: τα κέρδη. Και από αυτή την οπτική,
οι προοπτικές παραμένουν θετικές. Οι αναλυτές της
Wall
Street αναμένουν ότι το 95% των εταιρειών του
δείκτη S&P
500 θα αυξήσουν τα κέρδη τους μέσα στον επόμενο χρόνο κατά
περίπου 16% κατά μέσο όρο, σύμφωνα με στοιχεία του
Bloomberg.
Οι «Magnificent
Seven»
– μαζί με τη
Broadcom – που αντιστοιχούν στο 37%
της συνολικής κεφαλαιοποίησης του δείκτη, προβλέπεται να
εμφανίσουν ακόμη ισχυρότερη αύξηση, περίπου 21%. Όσο αυτές
οι προβλέψεις διατηρούνται, οι αγορές δύσκολα θα ανατρέψουν
τη θετική τους δυναμική.
Σε αντίθεση με την
εποχή της dot-com,
η τωρινή ανοδική αγορά στηρίζεται σε ισχυρά θεμελιώδη. Η
απόδοση ιδίων κεφαλαίων του
S&P
500 έχει φτάσει τα τελευταία χρόνια στο 18%, το υψηλότερο
επίπεδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενώ ο λόγος
χρέους προς ίδια κεφάλαια είναι περίπου 100%, πολύ
χαμηλότερος από τον υπερδιπλάσιο δείκτη του 2000. Οι
τεχνολογικοί κολοσσοί που ηγούνται σήμερα της αγοράς
εμφανίζουν κατά μέσο όρο απόδοση ιδίων κεφαλαίων 68%,
υπερδιπλάσια από εκείνη των μεγαλύτερων εταιρειών στην
κορύφωση της
dot-com
φούσκας.
Η κερδοφορία αυτή
εξηγεί γιατί οι αποτιμήσεις των μετοχών διατηρούνται σε
υψηλά επίπεδα. Οι πιο κερδοφόρες εταιρείες προσελκύουν
επενδυτές ακόμη και με
premium
αποτίμησης: ο δείκτης τιμής προς κέρδη του
S&P
500 Growth
Index
είναι διαχρονικά υψηλότερος από εκείνον του
Value
Index,
γεγονός που αποτυπώνει την προθυμία της αγοράς να πληρώνει
περισσότερο για ανάπτυξη. Έτσι, ενώ οι αποτιμήσεις
παραμένουν αυξημένες σε ιστορικό επίπεδο, δεν είναι τόσο
αδικαιολόγητες όσο στην εποχή των
dot-com.
Παρά τη θετική
εικόνα, οι εκτιμήσεις κερδοφορίας ίσως είναι υπερβολικά
αισιόδοξες. Οι αναλυτές προβλέπουν αύξηση κερδών 10% ετησίως
για τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια – πολύ πάνω από τον
μακροχρόνιο μέσο ρυθμό 7% του δείκτη. Για ορισμένες
εταιρείες της
AI, όπως η
Nvidia
και η Broadcom,
οι προβλέψεις αγγίζουν το 40% ετησίως. Ωστόσο, η αγορά
φαίνεται να προεξοφλεί πιο ρεαλιστικά ποσοστά, περίπου 5,6%
ετησίως για τον
S&P
500 και 8,6% για τις κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας.
Ακόμη κι αν οι
μελλοντικές αποδόσεις είναι πιο μετριοπαθείς – περίπου 6,8%
ετησίως συμπεριλαμβανομένων των μερισμάτων – η επένδυση στην
τεχνητή νοημοσύνη φαίνεται να έχει μακροπρόθεσμο δυναμικό. Η
εμπειρία της
dot-com
το αποδεικνύει: ένας επενδυτής που είχε
αγοράσει μετοχές του
S&P
500 στο αποκορύφωμα του 2000 και τις κράτησε μέχρι σήμερα θα
είχε επταπλασιάσει το κεφάλαιό του. Από το 1995, η απόδοση
φτάνει το 2.600%.
Η τεχνητή νοημοσύνη
αναμένεται να είναι τουλάχιστον εξίσου μετασχηματιστική όσο
το διαδίκτυο, και μεγάλο μέρος της αξίας της θα καρπωθούν οι
επενδυτές που παραμένουν στην αγορά. Όσοι φοβήθηκαν τις
υψηλές αποτιμήσεις έχασαν ήδη σημαντικά κέρδη: ο
S&P
500 έχει αποδώσει 16% ετησίως την τελευταία πενταετία και
15% την τελευταία δεκαετία, πολύ πάνω από τη μακροπρόθεσμη
μέση απόδοση του 9%.
Παρά τις πολιτικές
ή οικονομικές αναταράξεις, η
Wall
Street δείχνει ανθεκτική. Όσο οι εταιρείες
συνεχίζουν να παράγουν την ανάπτυξη που υπόσχονται, δεν
υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος η αγορά να εκτροχιαστεί.
|