|
Στο "Ουράνιο
Τόξο της Βαρύτητας" του Τόμας Πίντσον – το εκτενές
έργο του για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο – ένας μηχανικός
πυραύλων στέκεται στο ακριβές σημείο όπου, σε περίπτωση
τέλειας λειτουργίας, θα έπεφτε το νέο του όπλο. Η λογική
του: η τεχνολογική πολυπλοκότητα και οι αβεβαιότητες είναι
τέτοιες, ώστε η απόλυτη ακρίβεια είναι το λιγότερο πιθανό
σενάριο.
Οι οικονομολόγοι που
προσπαθούν να εκτιμήσουν τον αντίκτυπο των δασμών της
"Ημέρας Απελευθέρωσης" που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ –
μέτρα των οποίων η εφαρμογή ανεστάλη εν μέρει στις 9
Απριλίου για τρεις μήνες – ίσως καταλήξουν σε παρόμοια
συμπεράσματα. Υπάρχει αβεβαιότητα σε πολλά επίπεδα: πολιτική
– θα ισχύσουν οι δασμοί ή θα αρθούν κατόπιν
διαπραγματεύσεων; Οικονομική – ποιος θα απορροφήσει το
κόστος, ο καταναλωτής ή ο παραγωγός; Και, τέλος, αβεβαιότητα
μοντελοποίησης – είναι σχεδόν αδύνατο να προβλεφθεί η
επίδραση τόσο ευρείας κλίμακας μέτρων χωρίς κάποιο πρόσφατο
προηγούμενο.
Η αβεβαιότητα είναι
πολλαπλή. Αν εφαρμοστούν τελικά οι δασμοί που ανακοίνωσε ο
Τραμπ στις 2 Απριλίου, ο μέσος δασμολογικός συντελεστής στις
εισαγωγές προς τις ΗΠΑ θα εκτιναχθεί από το 2% στο 22%.
Σύμφωνα με μοντέλο της Fed, αυτό θα μπορούσε να μειώσει το
ΑΕΠ των ΗΠΑ σχεδόν κατά 3% και να αυξήσει τον πληθωρισμό
κατά περίπου 1,5%. Ένας τέτοιος συνδυασμός –
στασιμοπληθωρισμός – θα μπορούσε να εξελιχθεί μέσα σε
διάστημα δύο έως τριών ετών. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις
ΗΠΑ ίσως μειωθούν έως και 40%, ενώ οι κινεζικές πιθανώς να
καταρρεύσουν κατά 80%. Θα μπορέσει το μοντέλο της Apple –
«σχεδιασμένο στην Καλιφόρνια, κατασκευασμένο στην Κίνα» – να
επιβιώσει; Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στην εφοδιαστική
αλυσίδα της Walmart;
Η αβεβαιότητα γύρω
από την εμπορική πολιτική βρίσκεται πλέον σε ιστορικά υψηλά
επίπεδα. Αν παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα, και οι
επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να προβλέψουν την εφαρμογή ή
την άρση των μέτρων, τότε είναι πιθανή μια γενικευμένη
παράλυση επενδύσεων και προσλήψεων. Η ένταση του σοκ – καθώς
η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου συγκρούεται ταυτόχρονα με
όλους τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους – δημιουργεί τον
κίνδυνο ενός απροσδόκητου οικονομικού ρήγματος, ίσως
αντίστοιχου με τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες που
παρατηρήθηκαν κατά την πανδημία.
Μπορεί τελικά το
αποτέλεσμα να είναι λιγότερο αρνητικό; Σίγουρα. Η εμπειρία
δείχνει ότι ο Τραμπ συχνά μεταβάλλει στάση, οπότε ενδέχεται
να μετριαστούν οι δασμοί. Επιπλέον, αρκετές επιχειρήσεις
έχουν ήδη προχωρήσει σε αυξημένες εισαγωγές, ενώ τα υψηλά
αποθέματα πιθανόν να οδηγήσουν σε συγκράτηση των τιμών,
τουλάχιστον προσωρινά.
Υπάρχει και μια δόση
αλήθειας
Μέσα στην ευρύτερη
σύγχυση, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τραμπ έχει ένα δίκιο:
πολλές χώρες επιβάλλουν εμπόδια στα αμερικανικά προϊόντα,
την ώρα που απολαμβάνουν ευκολότερη πρόσβαση στην
αμερικανική αγορά. Αυτή η άνιση μεταχείριση έχει συμβάλει
στο τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, που το 2024 ανήλθε
σε ύψος-ρεκόρ 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Η οικονομική
βιβλιογραφία δείχνει ότι το άνοιγμα στις εισαγωγές έχει
κοστίσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη μεταποίηση,
συμπιέζοντας τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης. Το μεγαλύτερο
μέρος του ελλείμματος – σχεδόν 300 δισεκατομμύρια δολάρια –
αφορά την Κίνα, τον κύριο γεωπολιτικό αντίπαλο της Αμερικής.
Ίσως, λοιπόν, το
λάθος να μην είναι του Τραμπ, αλλά των υποστηρικτών του
πλήρως απελευθερωμένου εμπορίου. Η ανάγκη για πιο ισότιμους
όρους ανταγωνισμού έχει καθυστερήσει υπερβολικά. Η κυβέρνηση
μπορεί να επικαλεστεί κάποιες πρώιμες επιτυχίες, όπως
επενδυτικές ανακοινώσεις από την Apple, τη Nvidia, την
Taiwan Semiconductor Manufacturing και άλλες – επενδύσεις
που ξεπερνούν συνολικά το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Παράλληλα, Κίνα και Γερμανία έχουν αρχίσει να ενισχύουν τη
ζήτηση στο εσωτερικό τους, όπως απαιτούσαν οι ΗΠΑ εδώ και
καιρό.
Ωστόσο, ακόμη κι αν
οι προθέσεις είναι ορθές, η επιστροφή της βιομηχανικής
παραγωγής στις ΗΠΑ δεν είναι απλή υπόθεση. Οι υψηλοί μισθοί,
η χρόνια υποεπένδυση σε υποδομές και η επιβάρυνση από
αντίμετρα άλλων χωρών θα αυξήσουν το κόστος των εισροών για
τους Αμερικανούς κατασκευαστές.
Οι νικητές μπορεί να
είναι τα ρομπότ
Ακόμη και στην
περίπτωση που δημιουργηθούν νέα εργοστάσια, πιθανότεροι
νικητές θα είναι τα ρομπότ παρά οι εργαζόμενοι.
Χαρακτηριστικά, η Apple ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο επενδύσεις
ύψους 500 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ, αλλά υποσχέθηκε μόλις
20.000 νέες θέσεις εργασίας – ή αλλιώς, ένας υπάλληλος ανά
25 εκατομμύρια δολάρια επένδυσης. Οι αγορές φαίνεται επίσης
να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την πιθανότητα βαθιάς
μεταστροφής. Οι ανακοινώσεις αυτές αντιμετωπίζονται
περισσότερο ως PR στρατηγικές παρά ως ουσιαστικές αλλαγές
προσανατολισμού προς την ατζέντα Τραμπ.
Ο πύραυλος του
ελεύθερου εμπορίου που εκτοξεύτηκε στον απόηχο του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου δείχνει πλέον να έχει συντριβεί. Ίσως από
τα συντρίμμια του αναδυθεί ένα νέο υπόδειγμα – ένα μοντέλο
που να ισορροπεί την αποδοτικότητα των ανοιχτών αγορών με
την κοινωνική συνοχή και την εθνική ασφάλεια που προσφέρουν
τα πιο ελεγχόμενα σύνορα. Προς το παρόν, όμως, είναι δύσκολο
να ξεφύγουμε από τη βαρυτική έλξη της αβεβαιότητας.
|