| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

Από το Marx ως το Soros

Καθημερινή Στήλη με άρθρα για την παγκόσμια οικονομία

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 
 

 

Η νεότερη “αναδυόμενη αγορά” του πλανήτη

00:01 - 26/08/25
 
                                        

Δεν χρειάζεται κανείς να αφουγκραστεί το έδαφος για να αντιληφθεί τον «θόρυβο» που προκαλείται: ολοένα και περισσότεροι μιλούν πλέον για ένα σενάριο που μέχρι πρόσφατα φάνταζε αδιανόητο – ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να κατευθύνονται προς μια κρίση δημοσίου χρέους. Από την «Ημέρα Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου, όταν ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κήρυξε έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο δασμών, πολλοί υποστηρίζουν πως η αμερικανική οικονομία μοιάζει όλο και περισσότερο με αναδυόμενη αγορά.

 

Όπως εξηγεί σε άρθρο του στο Project Syndicate ο Andrés Velasco –πρώην υπουργός Οικονομικών της Χιλής και νυν κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής στο London School of Economics–, το ερώτημα είναι τι σημαίνει πρακτικά αυτό και τι μπορούμε να διδαχθούμε από την εμπειρία των αναδυόμενων αγορών σχετικά με τις κρίσεις χρέους.

 

Μία απλή, έξυπνη περιγραφή μιας αναδυόμενης αγοράς είναι ότι πρόκειται για μια αγορά από την οποία δεν μπορείς να «διαφύγεις» σε περιόδους κρίσης. Οι ΗΠΑ, με τις τεράστιες και ιδιαίτερα ρευστές κεφαλαιαγορές τους, δεν έχουν φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο – υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα εξόδου, έστω και με ζημιές.

 

Ένας πιο τεχνικός ορισμός βασίζεται στο γνωστό μακροοικονομικό υπόδειγμα Mundell–Fleming. Σύμφωνα με αυτό, μια δημοσιονομική τόνωση –είτε μέσω φορολογικών μειώσεων είτε μέσω αυξημένων δημόσιων δαπανών– τείνει σε μια ανεπτυγμένη οικονομία να οδηγήσει σε ανατίμηση του νομίσματος. Αυτό συμβαίνει γιατί η αυξημένη κρατική ζήτηση για δανεικά ανεβάζει τα επιτόκια, προσελκύοντας ξένα κεφάλαια και ενισχύοντας την ισοτιμία.

 

Στις αναδυόμενες αγορές, όμως, το ίδιο «μίγμα» συχνά προκαλεί το αντίθετο αποτέλεσμα. Στην Αργεντινή ή την Τουρκία, μια μεγάλη δημοσιονομική επέκταση μπορεί να πυροδοτήσει πτώση του νομίσματος, καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι η αύξηση του χρέους θα αντιμετωπιστεί τελικά με πληθωρισμό. Αυτό οδηγεί σε εκροές κεφαλαίων και υποτίμηση.

 

Κατά αυτή τη λογική, αναδυόμενη αγορά είναι εκείνη όπου οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους επηρεάζουν άμεσα την ισοτιμία. Και αυτό είναι που φαίνεται να συμβαίνει στις ΗΠΑ. Το πρόσφατο «μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» του Τραμπ συνιστά ουσιαστικά μια ισχυρή –αν και αμφιλεγόμενη– δημοσιονομική τόνωση, καθώς οι μειώσεις φόρων και οι αυξήσεις δαπανών υπερβαίνουν κατά πολύ τα έσοδα από τους δασμούς. Συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι μέχρι το 2034 το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά περίπου 3,3 τρισ. δολάρια, αγγίζοντας το 125% του ΑΕΠ.

 

Οι αγορές έδειξαν να κατανοούν το μήνυμα: ο δείκτης ισοτιμίας του δολαρίου που παρακολουθεί η Fed του Σεντ Λούις άρχισε να υποχωρεί ήδη από τα μέσα Ιανουαρίου 2025, λίγο πριν την ορκωμοσία του Τραμπ, και η πτώση επιταχύνθηκε με την εφαρμογή των δασμών και την ψήφιση του νομοσχεδίου.

 

Η εμπειρία από δεκάδες κρίσεις χρέους σε αναδυόμενες οικονομίες δείχνει ένα γνώριμο μοτίβο: η κρίση ξεκινά σταδιακά και καταλήγει απότομα. Αρχικά, η αυξητική πορεία του χρέους οδηγεί σε υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης. Τα επιτόκια ανεβαίνουν για να προσελκύσουν δανειστές, γεγονός που φουσκώνει περαιτέρω τα ελλείμματα, τροφοδοτώντας νέο δανεισμό και ακόμη υψηλότερα επιτόκια.

 

Στις ΗΠΑ, οι πληρωμές τόκων ενδέχεται το 2025 να φτάσουν το 1 τρισ. δολάρια (3,2% του ΑΕΠ), ποσό μεγαλύτερο από τις αμυντικές δαπάνες, ενώ το έλλειμμα αναμένεται στο 7% του ΑΕΠ. Η αυξημένη εξάρτηση από βραχυπρόθεσμο δανεισμό –εξαιτίας των υψηλών μακροπρόθεσμων επιτοκίων– ενισχύει τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης. Αν μια δημοπρασία ομολόγων αποτύχει να προσελκύσει αγοραστές, όπως έχει συμβεί σε αναδυόμενες οικονομίες, η κρίση μπορεί να κορυφωθεί. Ήδη, τον Μάιο, οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν την αμερικανική πιστοληπτική ικανότητα.

 

Από εκεί και πέρα, μπορεί να δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος: η πτώση των τιμών των ομολόγων πλήττει τράπεζες, ασφαλιστικές και ταμεία, μειώνοντας τη δυνατότητά τους να απορροφήσουν νέο χρέος, κάτι που πιέζει περαιτέρω τις τιμές. Σε έσχατο στάδιο, η κυβέρνηση μπορεί να στραφεί στη νομισματική χρηματοδότηση, πιέζοντας την κεντρική τράπεζα να αγοράζει χρέος. Αν και οι ΗΠΑ δεν έχουν φτάσει ακόμη εκεί, οι πολιτικές παρεμβάσεις του Τραμπ προς τη Fed και οι απομακρύνσεις αξιωματούχων που δημοσιεύουν δυσάρεστα στοιχεία δείχνουν ότι η ανεξαρτησία των θεσμών τίθεται υπό αμφισβήτηση.

 

Η παραδοσιακή άποψη είναι ότι οι ΗΠΑ δεν κινδυνεύουν από μαζική «απόσυρση» κεφαλαίων, καθώς μπορούν να εκδώσουν το δικό τους νόμισμα και η Fed μπορεί να τυπώσει δολάρια για να αποτρέψει τον πανικό. Όμως, για να λειτουργήσει αυτό, η κεντρική τράπεζα πρέπει να διατηρήσει την αξιοπιστία της υπόσχεσής της να προστατεύει την αξία του νομίσματος – και αυτή η αξιοπιστία φαίνεται να διαβρώνεται.

 

Μία πιθανή διέξοδος είναι η λεγόμενη «χρηματοπιστωτική καταπίεση», δηλαδή η υποχρέωση των κατόχων ομολόγων να αγοράζουν κρατικό χρέος με επιτόκια χαμηλότερα από τα φυσιολογικά της αγοράς – μια ήπια μορφή αθέτησης που συναντάται συχνά στις αναδυόμενες οικονομίες. Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ, υπό τον Τραμπ, θα υιοθετήσουν μια τέτοια πρακτική, προσεγγίζοντας τακτικές που θυμίζουν περονισμό ή τσαβισμό – σενάρια που πλέον δεν φαίνονται εξωπραγματικά.

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

 

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum