|
Σε ένα διαφορετικό
άρθρο θέμα σήμερα, με άρωμα Ελλάδας. Ο Τάκου Έτο κινδυνεύει
να μείνει στην ιστορία ως η σύγχρονη "Μαρία Αντουανέτα" της
Ιαπωνίας.
Σε μια περίοδο όπου
η τιμή του ρυζιού έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ο
Έτο, υπουργός Γεωργίας της χώρας, ουσιαστικά απηύθυνε το
μήνυμα στον λαό: Αν τα βασικά είδη διατροφής είναι
υπερβολικά ακριβά, ας καταναλώσουν το ρύζι που λαμβάνουν
δωρεάν.
"Ποτέ δεν έχω
αγοράσει ρύζι. Λαμβάνω τόσο πολύ από τους υποστηρικτές μου,
που έχω αρκετό για να πουλήσω", δήλωσε σε εκδήλωση το
Σαββατοκύριακο, προσθέτοντας αργότερα πως τα σχόλια αυτά
είχαν απλώς σκοπό να προκαλέσουν γέλιο. Ωστόσο, λίγοι
γέλασαν σε μια χώρα όπου οι τιμές των βασικών αγαθών έχουν
διπλασιαστεί μέσα σε έναν χρόνο. Αναμενόμενα, ο Έτο
απομακρύνθηκε από τη θέση του λίγες ημέρες μετά.
"Ως αυτός που τον
διόρισε, ζητώ συγγνώμη", ανέφερε ο πρωθυπουργός Σιγκέρου
Ισίμπα στους δημοσιογράφους την Τρίτη. "Τα σχόλια αυτά είναι
ιδιαίτερα σοβαρά όταν οι πολίτες ανησυχούν τόσο για τη
διαθεσιμότητα όσο και για το κόστος του ρυζιού".
Ο Ισίμπα έχει δίκιο
να καταδικάζει τον Έτο — παρά τις προσπάθειές του να τον
κρατήσει στη θέση του — όμως ο ίδιος ο πρωθυπουργός πρέπει
να αναλογιστεί τις δικές του ευθύνες. Ενώ τα εγχώρια μέσα
ενημέρωσης επικεντρώθηκαν στο σκάνδαλο "Ricegate", τη
Δευτέρα ο Ισίμπα έκανε μια εξίσου ακατάλληλη και ενδεχομένως
πιο επιζήμια δήλωση.
"Η δημοσιονομική
κατάσταση της χώρας μας είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικά κακή,
χειρότερη και από αυτήν της Ελλάδας", τόνισε ο πρωθυπουργός
στο κοινοβούλιο, κατά τη διάρκεια συζήτησης για την πιθανή
μείωση του φόρου κατανάλωσης (ΦΠΑ), την οποία ο ίδιος
απέρριψε.
Τα λόγια του ήρθαν
την πιο ακατάλληλη στιγμή. Με τις αγορές ήδη νευρικές λόγω
της ανόδου των αποδόσεων των ομολόγων, εξαιτίας της
σταδιακής απόσυρσης της Τράπεζας της Ιαπωνίας από την αγορά
ομολόγων και της προσπάθειάς της να ανατρέψει δεκαετίες
νομισματικής χαλάρωσης, ο Ισίμπα όχι μόνο συνέβαλε στην
περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού, αλλά επανέφερε στο
προσκήνιο το θέμα της δημοσιονομικής κατάστασης της
Ιαπωνίας, το οποίο είχε σε μεγάλο βαθμό αποσυρθεί από τα
πρωτοσέλιδα τα τελευταία χρόνια.
Ο πρωθυπουργός
απέτυχε να εκτιμήσει το ακροατήριό του. Τα σχόλιά του
πιθανώς απευθύνονταν σε ένα εσωτερικό κοινό που απαιτεί
μειώσεις φόρων εν μέσω του πρώτου πληθωρισμού εδώ και πολλά
χρόνια, αλλά δεν θέλει να υποστεί μείωση των κρατικών
υπηρεσιών. Παρόλα αυτά, υπό αυτές τις συνθήκες — μόλις λίγες
ημέρες μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της
Ιαπωνίας από τον οίκο Moody’s — είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο
να εκτοξεύονται δηλώσεις που θα πυροδοτήσουν περαιτέρω πίεση
στο ιαπωνικό χρέος, ιδίως μετά από χρόνια σχετικής
συγκράτησης των δημοσίων δαπανών.
Ο Ισίμπα έχει δίκιο
που απορρίπτει τις προτάσεις για μείωση του φόρου
κατανάλωσης, οι οποίες αποτελούν λαϊκίστικες και
απερίσκεπτες λύσεις, ακόμη και προσωρινά, όπως έχω
υποστηρίξει πρόσφατα. Ωστόσο, είναι εξίσου ανεύθυνο να
προκαλείται περαιτέρω νευρικότητα στις αγορές απλά και μόνο
για να κερδηθεί μια εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση.
Η αναφορά στην
Ελλάδα αποκαλύπτει πόσο πολύ είναι προσκολλημένος ο Ισίμπα
στο παρελθόν. Η παρατήρηση αυτή θύμισε τις δηλώσεις ενός
άτυχου προκατόχου του: Το 2010, ο τότε πρωθυπουργός Ναότο
Καν προκάλεσε αναταραχή στη χώρα, συγκρίνοντας την κατάσταση
με κρίση χρέους τύπου Ελλάδας και ζητώντας αυξήσεις φόρων.
Σήμερα, όμως, η δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα είναι
σαφώς βελτιωμένη, με τον οίκο Moody’s να έχει αποδώσει στην
χώρα επενδυτική βαθμίδα από τον Μάρτιο.
Ακόμη και αν ο
Ισίμπα αναφερόταν στην περίοδο της κρίσης στην ευρωζώνη,
συνεχίζει να κάνει το ίδιο λάθος με τον Καν. Ναι, η Ιαπωνία
φέρει ένα πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος — περίπου 240% του ΑΕΠ,
το υψηλότερο παγκοσμίως σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ — όμως οι
ομοιότητες με την Ελλάδα σταματούν εκεί. Η Ελλάδα είχε
πρόβλημα όχι μόνο λόγω του χρέους της, αλλά κυρίως επειδή
δεν ελέγχει το νόμισμά της και το μεγαλύτερο μέρος του
χρέους της ανήκε σε ξένους επενδυτές.
Η Ιαπωνία δεν
αντιμετωπίζει κανένα από αυτά τα προβλήματα. Η συντριπτική
πλειονότητα του χρέους της ανήκει σε εγχώριους θεσμικούς
επενδυτές, όπως η Τράπεζα της Ιαπωνίας, τράπεζες,
ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία. Οι ξένοι
επενδυτές κατέχουν μόλις το 6,4%. Επιπλέον, η Ιαπωνία είναι
η μεγαλύτερη πιστώτρια χώρα παγκοσμίως και διαθέτει
πλεονάζοντα πλούτο στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του
δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Για αυτούς τους
λόγους, όσοι προεξοφλούν επικείμενη δημοσιονομική κατάρρευση
της Ιαπωνίας, όπως οι υποστηρικτές του χρυσού και των
κρυπτονομισμάτων, θα απογοητευτούν ξανά. Το πραγματικό
πρόβλημα για το ιαπωνικό χρέος είναι ένα χάσμα μεταξύ
προσφοράς και ζήτησης, με τους επενδυτές να αποθαρρύνονται
από τη γενικότερη παγκόσμια αβεβαιότητα. Είναι πιθανό η
Τράπεζα της Ιαπωνίας να αναγκαστεί να επέμβει ξανά, κάτι που
θα αποτελέσει λάθος κίνηση για τον διοικητή Καζούο Ουέντα.
Τα σχόλια του
Ισίμπα ενισχύουν αυτήν την προοπτική, αυξάνοντας την πίεση
στις αποδόσεις των ομολόγων. Με άλλα λόγια, η μόνη πιθανή
κρίση στην Ιαπωνία είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει η
ίδια η κυβέρνηση. Ο Ισίμπα, με τη θέση που κατέχει, θα
έπρεπε να το γνωρίζει πολύ καλά.
|