|
Ο Λευκός Οίκος
ενδέχεται τελικά να αποσπάσει ορισμένα από τα αιτήματα που
έχει διατυπώσει προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Ο
πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, άφησε να εννοηθεί ότι στην
επόμενη συνεδρίαση, τον Σεπτέμβριο, η κεντρική τράπεζα θα
μπορούσε να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων.
Υπό φυσιολογικές
συνθήκες, η εκτελεστική εξουσία θα όφειλε να επιδιώκει μια
ανεξάρτητη Fed, δηλαδή μια κεντρική τράπεζα με την
αρμοδιότητα να καθορίζει τα επιτόκια βάσει των αναγκών
σταθεροποίησης του πληθωρισμού και της ενίσχυσης της
απασχόλησης. Από οικονομικής πλευράς, η αυτονομία αυτή έχει
αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική, γι’ αυτό και σχεδόν
όλες οι χώρες την υιοθετούν. Από πολιτικής πλευράς, ο Τραμπ
μπορεί να επικρίνει τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής
χωρίς να επωμίζεται το κόστος τους: κερδίζει αν τα
αποτελέσματα είναι θετικά και βρίσκει κάποιον να κατηγορήσει
σε περίπτωση αποτυχίας.
Ωστόσο, η σημερινή
κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να πιέσει τη Fed προς μια
πιο χαλαρή πολιτική. Σε μια κίνηση κλιμάκωσης, ο πρόεδρος
Τραμπ προχώρησε αυτή την εβδομάδα στην απομάκρυνση της
διοικήτριας Λίζα Κουκ, επικαλούμενος κατηγορίες για παροχή
ψευδών στοιχείων σε αιτήσεις στεγαστικών δανείων. Η ενέργεια
αυτή ήρθε μετά από μήνες έντονων επιθέσεων στον Πάουελ,
ακόμη και με αβάσιμες αιτιάσεις για κακοδιαχείριση έργων
ανακαίνισης των κεντρικών γραφείων της Fed. Αν και οι
Αμερικανοί πρόεδροι διαχρονικά έχουν επιχειρήσει να ασκήσουν
πίεση στη Fed, η τρέχουσα κυβέρνηση ανεβάζει την
αντιπαράθεση σε νέο επίπεδο.
Παρά τις πιέσεις,
οι αποφάσεις της Fed για τα επιτόκια δύσκολα θα επηρεαστούν
άμεσα. Η χάραξη πολιτικής γίνεται από την Ομοσπονδιακή
Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς, η οποία αποτελείται από 19 μέλη.
Οι περισσότεροι εξ αυτών θέτουν την υπεύθυνη οικονομική
διαχείριση πάνω από τις πολιτικές σκοπιμότητες και
συγκλίνουν στην άποψη ότι οι μειώσεις επιτοκίων πρέπει να
γίνουν μόνο όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Ωστόσο, η αντίληψη
της αγοράς παίζει καθοριστικό ρόλο. Αν η Fed θεωρηθεί ότι
λειτουργεί κατ’ εντολή του προέδρου, το αποτέλεσμα μπορεί να
είναι αντίθετο από τις επιδιώξεις του. Οι αποδόσεις των
μακροπρόθεσμων αμερικανικών ομολόγων –που αποτελούν σημείο
αναφοράς για τα επιτόκια σε ολόκληρη την οικονομία– θα
αυξηθούν, καθώς οι επενδυτές θα φοβούνται ότι μια
αποδυναμωμένη κεντρική τράπεζα δεν θα καταφέρει να
τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Η αποκατάσταση της αξιοπιστίας θα
μπορούσε ακόμη και να αναγκάσει τη Fed να αυξήσει
περισσότερο τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, με πιθανό κόστος την
ύφεση.
Μέχρι πρόσφατα, οι
αγορές εξακολουθούσαν να εμπιστεύονται την ανεξαρτησία της
Fed. Όταν ο Πάουελ, στο Συμπόσιο Οικονομικής Πολιτικής του
Jackson Hole, άφησε να εννοηθεί ότι τον Σεπτέμβριο ενδέχεται
να υπάρξει μείωση επιτοκίων, οι αποδόσεις των αμερικανικών
ομολόγων υποχώρησαν αισθητά σε όλες τις διάρκειες. Έτσι,
παρά τις στρεβλώσεις που προκύπτουν από ατυχείς
δημοσιονομικές και εμπορικές πολιτικές, υπήρχε ακόμη η
ελπίδα μιας «ομαλής προσγείωσης», με μείωση του πληθωρισμού
στον στόχο του 2% χωρίς ύφεση.
Σε αυτή τη
συγκυρία, το συμφέρον του Τραμπ είναι να μην
αποσταθεροποιήσει τη διαδικασία. Όσο περισσότερο επεμβαίνει,
τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να επιδεινωθούν οι εξελίξεις τη
στιγμή που βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στο να επιτύχει αυτό
που επιδιώκει.
|