|
Η μεσαία τάξη στις
Ηνωμένες Πολιτείες βιώνει αυξανόμενη οικονομική πίεση. Μετά
από σχεδόν πέντε χρόνια επίμονων ανατιμήσεων, πολλοί
εργαζόμενοι που ανέμεναν βελτίωση του βιοτικού τους
επιπέδου, διαπιστώνουν ότι το κόστος για βασικά προϊόντα και
υπηρεσίες είναι πλέον κατά μέσο όρο 25% υψηλότερο σε
σύγκριση με το 2020. Η συνεχής αυτή επιβάρυνση έχει
εξαντλήσει τα νοικοκυριά, τα οποία υιοθετούν συνήθειες
εξοικονόμησης που μέχρι πρόσφατα χαρακτήριζαν κυρίως
χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Όπως αναφέρει στη
Wall
Street Journal
η Χόλι Φρου, διευθύντρια επικοινωνίας με οικογενειακό
εισόδημα 135.000 δολαρίων, «η ζωή έμοιαζε ευκολότερη πριν
από ενάμιση χρόνο – περιμένουμε να δούμε πότε θα υπάρξει
βελτίωση». Σύμφωνα με το
Pew
Research
Center, η
μεσαία τάξη, με εισοδήματα από 66.666 έως 200.000 δολάρια,
δηλώνει ότι βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση, ξοδεύει πιο
επιλεκτικά και αναζητά ευκαιρίες, καθώς το πλήγμα από το
αυξημένο κόστος επηρεάζει τόσο τα οικονομικά δεδομένα όσο
και την προοπτική για το μέλλον.
Η αλλαγή καταναλωτικής
συμπεριφοράς αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα επιχειρήσεων.
Η αλυσίδα
Wingstop ανέφερε μείωση
αγορών ακόμη και από πελάτες μεσαίου εισοδήματος, ενώ η
Target
παρουσίασε υποχώρηση πωλήσεων, καθώς οι καταναλωτές
περιορίζουν τις αγορές διακόσμησης και ένδυσης,
περιορίζοντας τα μη αναγκαία έξοδα. Αντίθετα, η
Walmart
κατέγραψε ισχυρή ζήτηση, καθώς καταναλωτές από όλες τις
εισοδηματικές κατηγορίες στρέφονται σε χαμηλότερες τιμές.
Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια προσαρμογής στις υψηλότερες
τιμές γίνεται ολοένα δυσκολότερη. Η Τέρι Κοπ, εργαζόμενη σε
συναγωγή στο Κονέκτικατ με οικογενειακό εισόδημα 115.000
δολάρια, δηλώνει ότι περιορίζει ακόμη και την κατανάλωση
ηλεκτρικής ενέργειας. Για τα φετινά Χριστούγεννα εξετάζει να
αποστείλει χειροποίητες πέτρες ως δώρα και να αποφύγει τις
αγορές, ενώ οι μεγαλύτερες διακοπές της οικογένειας
πραγματοποιήθηκαν χάρη σε επιβραβεύσεις αγορών.
Αντίστοιχα, η Χόλι
Φρου, η οποία μεγαλώνει μόνη το τρίχρονο παιδί της, επέλεξε
να ακυρώσει την οδοντιατρική ασφάλιση και να μειώσει την
κάλυψη κατοικίας ώστε να αποφύγει αυξήσεις στα ασφάλιστρα.
Παράλληλα, εργάζεται σε δεύτερη δουλειά διαχειριζόμενη
ενοικιαζόμενο ακίνητο. Επιβαρύνεται με στεγαστικό επιτόκιο
6,5%, αύξηση φόρου ακίνητης περιουσίας κατά περίπου 1.000
δολάρια και άνοδο του ασφαλίστρου κατά 600 δολάρια.
Σύμφωνα με την
καθηγήτρια οικονομικών του Χάρβαρντ Στέφανι Στράντσεβα, «οι
πολίτες νιώθουν ότι το επίπεδο διαβίωσης υποχωρεί». Την ώρα
που τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα επωφελούνται από τα
κέρδη στα χρηματιστήρια, η μεσαία τάξη πιέζεται από τις
ανατιμήσεις σε όλα – «από το κόστος μιας μπριζόλας έως την
αγορά νέου καναπέ». Στις αρχές του 2025, οι οικογένειες της
μεσαίας τάξης είχαν ήδη εξαντλήσει τις πρόσθετες
αποταμιεύσεις που δημιούργησαν στην πανδημία, συχνά απλώς
για να καλύψουν τα αυξημένα έξοδα. Επιπλέον, οι αυξήσεις
μισθών έχουν πλέον απορροφηθεί από τον πληθωρισμό.
Το κλίμα αυτό έχει
περάσει και στην πολιτική σκηνή, στρέφοντας ψηφοφόρους προς
υποψηφίους που δεσμεύονται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του
κόστους ζωής, όπως ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ζοράν
Μαμντάνι, που έχει προτεραιοποιήσει τη στεγαστική κρίση.
Παρόμοιες πιέσεις είχαν αναδειχθεί και στην εκστρατεία
επανεκλογής του Τζο Μπάιντεν, ενώ επηρεάζουν πλέον και τη
δημοτικότητα του προέδρου Τραμπ.
|