|
Η ασταθής πολιτική
δασμών του προέδρου Τραμπ έχει οδηγήσει πολλούς επενδυτές να
αμφιβάλλουν για τη σταθερότητα και την ασφάλεια του
δολαρίου, με αποτέλεσμα το αμερικανικό νόμισμα να υποχωρεί
από τις αρχές του έτους. Σε αυτό το περιβάλλον, αρκετοί
στράφηκαν στο ευρώ ως εναλλακτική επιλογή. Έτσι, από την
αρχή της χρονιάς, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έχει ενισχυθεί
πάνω από 11% έναντι του δολαρίου, φτάνοντας στα 1,18 δολάρια
– το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Παράλληλα, έχει κερδίσει έδαφος και έναντι άλλων μεγάλων
νομισμάτων, όπως το γιεν, η στερλίνα, το καναδικό δολάριο
και το γουόν της Νότιας Κορέας, γεγονός που δείχνει πως η
άνοδος οφείλεται κυρίως στην αδυναμία του δολαρίου.
Η επικεφαλής της
ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει δηλώσει ότι αυτή είναι μια
ιστορική ευκαιρία για το ευρώ να ενισχύσει τον διεθνή του
ρόλο. Το δολάριο, ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα,
προσφέρει στις ΗΠΑ ένα «υπερβολικό πλεονέκτημα», όπως είχε
τονίσει Γάλλος πολιτικός τη δεκαετία του ’60. Επενδυτές,
κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο
προτιμούν την ασφάλεια και τις σταθερές αποδόσεις των
αμερικανικών ομολόγων, διατηρώντας υψηλή τη ζήτηση για
δολάρια. Αυτό διευκολύνει την αμερικανική κυβέρνηση να
δανείζεται και να στηρίζει την αγοραστική δύναμη των πολιτών
της. Αντίθετα, η Ευρωζώνη – αν και συγκρίσιμη σε μέγεθος και
πλούτο – δεν κατάφερε ποτέ να προσελκύσει τους επενδυτές
στον ίδιο βαθμό. Το ευρώ παραμένει δεύτερο πίσω από το
δολάριο, αλλά με μεγάλη διαφορά.
Ωστόσο, καθώς
επενδυτικά κεφάλαια κατευθύνονται στο ευρώ και σε ευρωπαϊκά
κρατικά ομόλογα, όπως τα γερμανικά
Bunds, οικονομολόγοι και επιχειρήσεις
προειδοποιούν ότι η ισχυροποίηση του ενιαίου νομίσματος
μπορεί να πλήξει σοβαρά τους Ευρωπαίους εξαγωγείς. Ήδη, οι
εξαγωγικές εταιρείες στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν τα υψηλά
κόστη που προκαλούν οι δασμοί του Τραμπ, καθώς και τον
σκληρό ανταγωνισμό από τις κινεζικές επιχειρήσεις. Ο
αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, υπογράμμισε ότι αν
η ισοτιμία ξεπεράσει το 1,20 δολάρια, «η κατάσταση θα γίνει
πολύ πιο περίπλοκη».
Πολλές μεγάλες
ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν ήδη εκφράσει ανησυχία για τις
επιπτώσεις ενός ισχυρού ευρώ στα κέρδη τους – ειδικά στη
Γερμανία, της οποίας η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό
από τις εξαγωγές. Η
SAP,
η οποία πρόσφατα έγινε η μεγαλύτερη εταιρεία της Ευρώπης σε
χρηματιστηριακή αξία, υπολογίζει ότι για κάθε σεντ ανόδου
του ευρώ έναντι του δολαρίου, τα έσοδά της μειώνονται κατά
περίπου 30 εκατ. ευρώ, αν δεν υπάρξει αντιστάθμιση του
συναλλαγματικού κινδύνου. Αντίστοιχα, η
Adidas
έχει δηλώσει ότι η ισχυροποίηση του ευρώ επηρεάζει αρνητικά
τις διεθνείς πωλήσεις της, ενώ η
Daimler
επισημαίνει ότι οι διακυμάνσεις στην ισοτιμία μπορούν να
έχουν σημαντική επίπτωση στα έσοδά της.
Οι μελλοντικές
κινήσεις του ευρώ παραμένουν δύσκολο να προβλεφθούν. Σύμφωνα
με έρευνα του
Bloomberg, αρκετοί αναλυτές θεωρούν
ότι η ανοδική πορεία θα συνεχιστεί και το ευρώ θα φτάσει στα
1,21 δολάρια μέσα στον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, ο κ. Μαρινόφ
της Crédit
Agricole
κρίνει αυτές τις προβλέψεις υπερβολικές και αναμένει
επιστροφή της ισοτιμίας στα 1,10 δολάρια το επόμενο έτος. Η
τρέχουσα άνοδος δεν σημαίνει απαραίτητα μόνιμη αλλαγή στάσης
των επενδυτών απέναντι στο ευρώ, ούτε ότι θα αποκτήσει
μεγαλύτερο μερίδιο στα παγκόσμια συναλλαγματικά διαθέσιμα ή
θα χρησιμοποιείται περισσότερο στις διεθνείς πληρωμές.
|