|
Οι διαπραγματευτές
της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να θεωρούν την επίτευξη
εμπορικής συμφωνίας με τον Ντόναλντ Τραμπ ως επιτυχία. Αν
όμως αυτό είναι το καλύτερο αποτέλεσμα, τότε πώς θα έμοιαζε
μια αποτυχία; Οι χρηματοπιστωτικές αγορές και η ευρωπαϊκή
βιομηχανία αναμφίβολα ένιωσαν ανακούφιση από την ανακοίνωση
της συμφωνίας την Κυριακή, από τον Αμερικανό πρόεδρο και την
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Οι βασικοί εξαγωγείς της Ευρώπης
μπορούν πλέον να στηρίξουν τις επιχειρηματικές και εμπορικές
στρατηγικές τους στον δασμό 15% που συμφωνήθηκε για τις
εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά
χαμηλότερο από τον προβλεπόμενο δασμό 30% που είχε
προαναγγείλει ο Τραμπ για την 1η Αυγούστου, σε περίπτωση που
δεν επιτυγχανόταν συμφωνία – και ο οποίος, με τη σειρά του,
ήταν μικρότερος από μια προηγούμενη απειλή για δασμό 50%.
Η συμφωνία καλύπτει
βασικούς τομείς όπως τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, που
εξαιρούνται από τον δασμό 25% στις αμερικανικές εισαγωγές,
καθώς και τα φαρμακευτικά προϊόντα και τους ημιαγωγούς, οι
οποίοι διαφορετικά θα αντιμετώπιζαν στοχευμένα μέτρα.
Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα στην Ε.Ε. να ανακαλέσει τα
αντίμετρα που σχεδίαζε να επιβάλει. Έτσι, ένα σημαντικό
επίπεδο αβεβαιότητας έχει πλέον αρθεί.
Ωστόσο, οι όροι της
συμφωνίας συνιστούν ουσιαστικά παραχώρηση εκ μέρους των
Βρυξελλών. Αντί να συγκριθεί με τις απειλές του Τραμπ, θα
πρέπει να αξιολογηθεί σε σχέση με τον προηγούμενο μέσο όρο
δασμών 1,47% στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονταν στις ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις δύο μήνες νωρίτερα, ορισμένες
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν προειδοποιήσει πως ένα συνολικό
επίπεδο δασμών της τάξης του 10%, αντίστοιχο με εκείνο που
ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο, αποτελούσε “κόκκινη γραμμή”
που θα έπρεπε να προκαλέσει αντίδραση.
Στο πλαίσιο της
συμφωνίας, η Ε.Ε. δεσμεύεται να αυξήσει τις εισαγωγές
ενέργειας από τις ΗΠΑ – δαπανώντας περί τα 250 δισ. δολάρια
ετησίως για πετρέλαιο και φυσικό αέριο – ενώ εξετάζεται η
πιθανότητα ευρωπαϊκών επενδύσεων ύψους 600 δισ. δολαρίων
στην αμερικανική οικονομία. Αυτή είναι τουλάχιστον η
ερμηνεία που δίνει ο Τραμπ στη συμφωνία. Ωστόσο, η
γενικόλογη διατύπωση του κειμένου αφήνει περιθώρια για
μελλοντικές εξελίξεις – η ανακοίνωση της Κυριακής δύσκολα θα
είναι και η τελική λέξη.
Ακόμα και με
χαμηλότερους συντελεστές, οι δασμοί θα επηρεάσουν αρνητικά
την αμερικανική οικονομία: είτε θα αυξήσουν τα έσοδα είτε θα
μειώσουν τις εισαγωγές, όχι όμως και τα δύο ταυτόχρονα. Αν
οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επεκτείνουν τις επενδύσεις τους
στις ΗΠΑ, τότε οι εισροές κεφαλαίων θα ασκήσουν επιπλέον
πίεση στο αμερικανικό εμπορικό ισοζύγιο.
Σε κάθε περίπτωση,
το εμπορικό πλεόνασμα της Ευρωζώνης – που το 2024 ανήλθε σε
198 δισ. ευρώ στα αγαθά, αντισταθμιζόμενο μερικώς από
έλλειμμα 109 δισ. ευρώ στις υπηρεσίες – ενδέχεται να
παραμείνει υψηλό και τα επόμενα χρόνια. Όταν ο απρόβλεπτος
πρόεδρος Τραμπ αντιληφθεί τον πραγματικό οικονομικό
αντίκτυπο των δασμών, πιθανόν να αναζητήσει εκ νέου ευθύνες
στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως η
μεγαλύτερη εμπορική δύναμη παγκοσμίως, δεν φαίνεται να έχει
αντιληφθεί ακόμη πως ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει τον
εκβιασμό είναι να υπερασπιστεί σθεναρά τη θέση της.
|