| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Δευτέρα, 00:01 - 03/10/2022

 

 

Τον φετινό χειμώνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετωπίζει μία «τέλεια καταιγίδα» με πολλούς παράγοντες κινδύνου. Βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ισχυρότατης οικονομικής διαταραχής που κλονίζει σε μεγάλο βαθμό την αναπτυξιακή της πορεία και θέτει εμπόδια στη σταθερότητα και κυρίως στη συνοχή της. Σε αντίθεση με την κρίση χρέους που αντιμετώπισε προ δεκαετίας η Ευρωζώνη, αυτή τη φορά το shock είναι εξωγενές.

 

 
Σε ένα μεταπανδημικό περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από παράλληλη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης και αναταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων, η παγκοσμίου κλίμακας γεωπολιτική σύγκρουση που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επεκτάθηκε στο οικονομικό πεδίο, με επίκεντρο τον ενεργειακό τομέα.
 
Στο μεταπανδημικό περιβάλλον ευφορίας – κυρίως λόγω της επιστροφής της καθημερινής ζωής στην κανονικότητα – ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης το α’ εξάμηνο του 2022 έφθασε το 7,8% σε ετήσια βάση, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον αντίστοιχο μέσο όρο της ζώνης του Ευρώ. Η εντυπωσιακή αυτή επίδοση για το 2022 στηρίχθηκε στα αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό, την ενίσχυση των εισοδημάτων από τη συνεχή αύξηση της απασχόλησης και την επιτάχυνση των επενδυτικών δαπανών.
 
Αβεβαιότητα
 
Τα ερωτηματικά, ωστόσο, αφορούν περισσότερο στη δυναμική της ανάπτυξης το 2023. Η υψηλή αβεβαιότητα – που πηγάζει από το ενεργειακό σοκ και τις ισχυρές γεωπολιτικές εντάσεις – καθιστά δύσκολη τόσο την πρόβλεψη των μακροοικονομικών μεγεθών όσο και τον σχεδιασμό εναλλακτικών σεναρίων. Μπορούμε βέβαια να διακρίνουμε διακριτές εξελικτικές πορείες που να βασίζονται σε διαφορετικές υποθέσεις σχετικά με την αντίδραση της ευρωπαϊκής οικονομίας στην περιστολή ή πλήρη διακοπή της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
 
Ένα ήπιο σενάριο θα υπέθετε ότι οι χώρες της ΕΕ θα καταφέρουν να διατηρήσουν υψηλά ποσοστά πληρότητας των αποταμιευτήρων φυσικού αερίου παρά τη διακοπή της παροχής φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream. Αυτό το σενάριο προβλέπει πιθανότατα επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές αλλά όχι ύφεση.
 
Το σενάριο σοβαρού shock βραχείας διάρκειας στηρίζεται στην υπόθεση ανεπαρκούς πλήρωσης της αποθήκευσης φυσικού αερίου ή μη τακτικής αναπλήρωσης, που θα υποχρέωνε σε περισσότερα από τα προγραμματισμένα μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης. Σε αυτό το σενάριο, οι προσπάθειες των ευρωπαϊκών οικονομιών να μειώσουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο θα ολοκληρώνονταν σε ικανοποιητικό βαθμό μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, αντικαθιστώντας σε πολύ υψηλό βαθμό το ρωσικό φυσικό αέριο από άλλες πηγές ή προμηθευτές. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η ΕΕ θα δεχθεί ένα βραχύβιο shock στασιμοπληθωρισμού, ενώ το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές αναμένεται να επιστρέψει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2024. Τέλος, το σενάριο ενός σοβαρού μακροχρόνιου shock, που θα συνδύαζε ύφεση και υψηλό πληθωρισμό, υποθέτει ότι οι οικονομίες της ΕΕ θα καθυστερήσουν σημαντικά, και με διαφορετική ταχύτητα ή καθεμία, την ανεξαρτητοποίησή τους από το ρωσικό φυσικό αέριο.
 
Αρνητικοί και θετικοί παράγοντες
 
Οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις είναι προφανές ότι διαμορφώνουν δυσχερείς συνθήκες για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι αυξανόμενες τιμές ενέργειας συμπιέζουν το κόστος παραγωγής επηρεάζοντας την κερδοφορία και τον επενδυτικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων. Παράλληλα, εξασθενούν την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών και – στην προσπάθεια στήριξής τους – επιβαρύνεται για τρίτη συνεχή χρονιά το δημόσιο ταμείο. Τέλος, η συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών θα αποδυνάμωνε τις ταξιδιωτικές εισπράξεις της Ελλάδας την επόμενη χρονιά. Υπάρχουν, ωστόσο, παράγοντες που ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας και περιορίζουν σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά:
 
Πρώτον, η ελληνική βιομηχανία δαπανά λιγότερο από το 1/5 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ-27 και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία ξεπερνά το 1/4.
 
Δεύτερον, ο πιο ενεργοβόρος τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι οι μεταφορές που καταναλώνουν πρωτίστως πετρέλαιο και παράγωγα πετρελαίου. Επίσης, το ποσοστό κατανάλωσης φυσικού αερίου επί της συνολικής ποσότητας ενέργειας είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
 
Η ενέργεια
 
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό φυσικό αέριο μειώθηκε σε ετήσια βάση το α’ εξάμηνο του 2022, με το μερίδιό του επί των εισαγωγών φυσικού αερίου να έχει διαμορφωθεί περίπου σε 34% από 45% το ίδιο διάστημα πέρυσι. Παράλληλα, έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ η Ελλάδα έχει επαρκείς υποδομές για χρήση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τουλάχιστον στις τρέχουσες έκτακτες συνθήκες, προκειμένου να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της.
 
Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει λάβει μία σειρά από μέτρα άμβλυνσης του αντικτύπου της ενεργειακής κρίσης στην πραγματική οικονομία. Το εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση – έναντι του αυξανόμενου βάρους στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς από τον Σεπτέμβριο του 2021 έως σήμερα – είναι από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
 
Η επενδυτική βαθμίδα
 
Το πιο καθοριστικό ερώτημα στο ανωτέρω πλαίσιο είναι κατά πόσο παραμένει εφικτός ο εθνικός στόχος της επιστροφής της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα. Παρά την καθυστέρηση που παρατηρείται σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον που έχουμε εισέλθει, ο στόχος παραμένει εφικτός. Όπως αναλύθηκε παραπάνω, η Ελλάδα θα πληγεί από την ενεργειακή κρίση αλλά δείχνει στοιχεία ανθεκτικότητας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι χρηματοοικονομικές αγορές παρακολουθούν τους δημοσιονομικούς κινδύνους σε συγκριτική βάση. Οι δημοσιονομικές δαπάνες θα είναι αυξημένες για να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά αυτό δεν θα είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.
 
Για παράδειγμα, στην πανδημική κρίση, η χώρα μας πληγώθηκε περισσότερο εξαιτίας της κατάρρευσης της τουριστικής κίνησης. Ωστόσο, παρά την αύξηση του δημοσίου χρέους της, προσέγγισε έτι περαιτέρω την επενδυτική βαθμίδα και ο λόγος είναι ότι το χρέος αυξήθηκε παγκοσμίως, ενώ παράλληλα στην Ελλάδα η δημοσιονομική διαχείριση της πανδημίας κρίθηκε επιτυχής. Έτσι και τώρα, η διαφαινόμενη ανθεκτικότητα έναντι της κρίσης, σε σχέση με άλλες χώρες, προστατεύει σημαντικά την εικόνα της έναντι του επενδυτικού κοινού. Είναι σημαντικό επίσης, ότι σε ένα περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο μέρος του χρέους της συνδεδεμένο με σταθερά και χαμηλά επιτόκια, απότοκο της περιόδου των μνημονίων, με μακρά ληκτότητα. Επιπλέον, το πληθωριστικό περιβάλλον συμπιέζει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, καθώς αυξάνει σημαντικά το ύψος του ονομαστικού ΑΕΠ.
 
O κ. Παναγιώτης Καπόπουλος είναι Chief Economist, Alpha Bank
Πηγή: Έντυπη Έκδοση ΤΟ ΒΗΜΑ
 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum