|
Προφανώς,
αυτή η συνθήκη δεν αποτελεί απόρροια ενός
καταστροφικού σεναρίου, όπως εκείνα που
επικρατούσαν μετά την επιστροφή του Ντόναλντ
Τραμπ στον Λευκό Οίκο, καθώς ο
νέο-απομονωτιστής διάδοχος του αυθεντικού
ατλαντιστή, Τζο Μπάιντεν, ούτε απέσυρε τις
μονάδες των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, οι
οποίες παραμένουν εντός της ευρωπαϊκής
επικράτειας εδώ και οχτώ δεκαετίες, ούτε βέβαια
προχώρησε σε μια απόσυρση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ.
Αντίθετα, η θέση πως η μεταπολεμική και
μετά-ψυχροπολεμική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική
ασφάλειας είναι πλέον πρακτικά έκπτωτη,
επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως χθες το βράδυ,
στον Λευκό Οίκο, η σχολή σκέψης του ρεαλισμού
στις διεθνείς σχέσεις κατέγραψε τον
συντριπτικότερό της θρίαμβο στην καταγεγραμμένη
ιστορία, έναντι των ευχολογίων των φιλελεύθερων
διεθνιστών. Το γεγονός και μόνο πως ο ακραιφνής
αναθεωρητισμός της Μόσχας έχει σημαντικές
πιθανότητες να θριαμβεύσει μέσω της προσάρτησης
τμημάτων της Ανατολικής Ουκρανίας στη Ρωσική
Ομοσπονδία, δεν επιδέχεται οποιονδήποτε
αντίλογο.
Τα
διαφαινόμενα κέρδη της Ρωσίας
Μια γρήγορη
αναδρομή στον Φεβρουάριο του 2022 φέρνει
αμέτρητες μνήμες από τις ευρύτατες διαδηλώσεις
υπέρ της Ουκρανίας σε παγκόσμιο επίπεδο, με τους
ευρωπαϊκούς –και όχι μόνο– δρόμους να γεμίζουν
ουκρανικές σημαίες, και η συντριπτική πλειοψηφία
των ηγετών της Δύσης να τάσσονται αναφανδόν υπέρ
του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ
Ζελένσκι. Ωστόσο, όσο περισσότερο
περνούσαν οι εβδομάδες, η κοινή γνώμη
εξοικειωνόταν τόσο με την ουκρανική γεωγραφία
–όπως και με τη δαιδαλώδη ιστορία των διμερών
σχέσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας– αλλά και με
τις εξαιρετικά λεπτές γεωπολιτικές ισορροπίες
στην περιοχή, τόσο περισσότερο γινόταν αντιληπτή
η εξωφρενικά δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν η
ουκρανική κυβέρνηση, αλλά και το γεγονός πως
μόνο δύο συνθήκες φαίνονταν ικανές να
τερματίσουν τον Ρώσο-ουκρανικό πόλεμο: από τη
στιγμή που ο ίδιος ο πρόεδρος διέψευσε τις
αρχικές προβλέψεις ενός σημαντικού τμήματος της
διεθνούς κοινότητας, επιτυγχάνοντας να
παραμείνει στο αξίωμά του, η εναπομείνασα
εναλλακτική δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από την
παραχώρηση ενός σημαντικού τμήματος της
ανατολικής ουκρανικής επικράτειας στη
Ρωσία. Αυτό που κανείς δεν τολμούσε να ψελλίσει,
παρότι είχε καταστεί προφανές ήδη μέχρι το
καλοκαίρι του 2022, φαίνεται πως συγκεντρώνει
συντριπτικές πιθανότητες να αποτελέσει
πραγματικότητα, με την Ουκρανία να καλείται να
διαχειριστεί την απώλεια ορισμένων εκ των
πολυτιμότερων εδαφών της, μετά και την απώλεια
δεκάδων χιλιάδων ζωών, οι οποίες χάθηκαν υπέρ
της υποστήριξης τους· το γεγονός πως ο ίδιος ο
Ζελένσκι δεν αποκλείει πλέον κατηγορηματικά την
«ανταλλαγή εδαφών» είναι ενδεικτικό.
Πέραν της
σημαντικής γεωγραφικής επέκτασης της Ρωσικής
Ομοσπονδίας, υπενθυμίζεται πως η Κριμαία και το
Ντονμπάς αποτελούν εξαιρετικά κρίσιμες
στρατηγικές περιοχές
Όσο και αν
η συγκεκριμένη συνθήκη δεν αρέσει στη Δυτική
Ευρώπη, δεν μπορούμε παρά να αποδεχθούμε την
πραγματικότητα, η οποία, ειδικά σε επίπεδο
γεωπολιτικής, τείνει να είναι αδυσώπητη.
Επιτυγχάνοντας την προσάρτηση τμημάτων του
Ντονμπάς –εφόσον αυτή επιβεβαιωθεί– και έχοντας
νωρίτερα προσαρτήσει την Κριμαία, ο Βλαντιμίρ
Πούτιν καταγράφει μια εντυπωσιακή γεωπολιτική
και προσωπική νίκη, την οποία θα ζήλευε τόσο ο
Τσάρος Ιβάν ο 4ος (γνωστότερος ευρέως και ως ο
Τρομερός) όσο και ο Ιωσήφ Στάλιν. Με την
προσάρτηση τόσο του Ντονμπάς και της Κριμαίας,
σε βάθος δεκαετίας, ο Πούτιν θα έχει κατακτήσει
με το έτσι θέλω το 1/5 της ουκρανικής
επικράτειας όπως αυτή είχε επαναπροσδιοριστεί
και επισήμως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Πέραν
της σημαντικής γεωγραφικής επέκτασης της Ρωσικής
Ομοσπονδίας, αλλά και του πασιφανούς ιστορικού
υποβάθρου, το οποίο αποδίδει ένα πρωτοφανές
συναισθηματικό βάρος στα συγκεκριμένα εδάφη,
υπενθυμίζεται πως η Κριμαία και το Ντονμπάς
αποτελούν εξαιρετικά κρίσιμες στρατηγικές
περιοχές, καθώς επιτρέπουν στη Μόσχα να
μεγιστοποιήσει την πρόσβαση και τον έλεγχό της
στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και να εκμεταλλεύεται
την εξαιρετικά παραγωγική βιομηχανία των
διοικητικών περιοχών του Ντονέτσκ και του
Λουχάνσκ. Με δεδομένο πως η κυβέρνηση Ζελένσκι
παραμένει στη θέση της και πως ο Πούτιν απέτυχε
στην τοποθέτηση ενός ρωσικού υποχείριου στο
Μαριίνσκι τύπου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, με την
προσάρτηση των συγκεκριμένων εδαφών, ο Ρώσος
πρόεδρος παίρνει το μάξιμουμ.
Με τα
σημερινά δεδομένα –και, ξανά, εφόσον το
συγκεκριμένο σενάριο επιβεβαιωθεί, παρότι τα
σχετικά ηθικά και συνταγματικά κωλύματα για τον
Ζελένσκι είναι δυσθεώρητα–, φαίνεται πως ο
Ρώσο-ουκρανικός πόλεμος ενδεχομένως να
τελειώσει. Προφανώς, ο τερματισμός μιας τόσο
κοστοβόρας σύγκρουσης αποτελεί ένα ευτυχές
γεγονός, ωστόσο παράλληλα επιβεβαιώνει πως η
δυσανάλογη στρατιωτική ισχύς της Ρωσίας, σε
συνδυασμό με το γεγονός πως ο Ρώσος πρόεδρος
στην πράξη κυβερνά τη χώρα του με πανομοιότυπο
τρόπο εκείνων τόσο του Ιβάν του Τρομερού όσο και
του Στάλιν –επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της
ρωσικής ηγεσίας–, απεδείχθησαν συνδυαστικά ως η
ικανή συνθήκη ώστε ο Πούτιν να μπορεί πλέον να
ισχυριστεί πως κέρδισε. Παρότι ο πόλεμος αυτός
κόστισε έναν απροσδιόριστο αριθμό ρωσικών
απωλειών, οδήγησε τη Φινλανδία και τη Σουηδία
στο να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, αύξησε κατακόρυφα τις
δυτικές οικονομικές πιέσεις προς τη ρωσική
οικονομία και εξασφάλισε στην Ουκρανία
πρωτοφανείς εγγυήσεις ασφαλείας. Κυρίως, όμως,
το γεγονός πως ο Πούτιν σήμερα βρίσκεται πιο
κοντά από ποτέ στην επίτευξη της προσάρτησης της
Ανατολικής Ουκρανίας στη Ρωσική Ομοσπονδία
αποτελεί –δυστυχώς– μια νίκη για εκείνον, αλλά
και ένα άκρως επικίνδυνο τετελεσμένο για τις
αναθεωρητικές δυνάμεις διεθνώς.
Ο
μονόδρομος της Συμμαχίας των Προθύμων
Η θέση του
Φράνσις Φουκουγιάμα σχετικά με την έλευση του
Τέλους της Ιστορίας μετά και τη λήξη του Ψυχρού
Πολέμου, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, έχει
πολεμηθεί σφόδρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων
ετών, ενώ δεδομένα θα δεχθεί εκ νέου δριμύτατη
κριτική, εφόσον ο Ρώσο-ουκρανικός πόλεμος λήξει
με τον τρόπο που διαφαίνεται ότι θα λήξει από
χθες το βράδυ. Στην πραγματικότητα, ο πυρήνας
της συγκεκριμένης θέσης, δηλαδή το γεγονός ότι
κανένα κοινωνικό σύστημα δεν θα μπορέσει ξανά να
απειλήσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία, δεν
φαίνεται πως έχει αποδυναμωθεί, εμπειρικά
μιλώντας, παρά τον συχνά βίαιο κλονισμό των
μεταψυχροπολεμικών της αξιωμάτων. Ακόμα και η
ρωσική προσάρτηση σχεδόν του συνόλου της
Ανατολικής Ουκρανίας διά της στρατιωτικής βίας,
όσο αποτρόπαια και αν είναι υπό ένα δεοντολογικό
πρίσμα, σίγουρα δεν αρκεί ώστε να
υποστηρίξει κανείς την άποψη ότι η φιλελεύθερη
δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο.
Ωστόσο, η γεωπολιτική νίκη την οποία ενδεχομένως
να καταγράψει η Μόσχα έναντι του Κιέβου –και η
οποία δεν θα είχε καταστεί πότε δυνατή αν δεν
έχαιρε και της στήριξης της Ουάσιγκτον, καθώς ο
Τραμπ είχε προοικονομήσει από την προεδρική
καμπάνια του το 2024 πως προτεραιοποιούσε τον
τερματισμό του πολέμου έναντι της εξασφάλισης
της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας–, δεν
μπορεί παρά να αναγκάσει την Ευρώπη να
συνειδητοποιήσει ότι οι μεταψυχροπολεμικές
σταθερές αναφορικά με την ευρωπαϊκή ασφάλεια
πλέον δεν ισχύουν.
Στην πράξη,
αυτό σημαίνει πως από σήμερα και για ένα
απροσδιόριστο μελλοντικό χρονικό διάστημα, η
Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή από το να επενδύσει
το μέλλον της στη Συμμαχία των Προθύμων, όπως
αυτή διαμορφώνεται ως ένα συναρπαστικό δυναμικό
φαινόμενο, κατά τη διάρκεια του τελευταίου
έτους. Το γεγονός πως χθες στο Λευκό Οίκο η
Ευρώπη εκπροσωπήθηκε στην πράξη από τις τέσσερις
ισχυρότερές της οικονομικές και στρατιωτικές
δυνάμεις (το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη
Γερμανία και την Ιταλία) αποτελεί τον
ενθαρρυντικότερο οιωνό, εν μέσω μιας, κατά τα
άλλα, εξαιρετικά αρνητικής για την ίδια
συγκυρία, πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες αλλά και τα
εκλογικά τους σώματα, συνειδητοποιούν πως τα
λεγόμενα great power politics αποτελούν
προεπιλογή και κανονικότητα εντός του διεθνούς
συστήματος. Παρότι στη χθεσινή σύνοδο παρίσταντο
τόσο ο Μαρκ Ρούτε όσο και η Ούρσουλα φον ντερ
Λάιεν, είναι δεδομένο πλέον πως ο ρόλος του ΝΑΤΟ
και της Ευρωπαϊκής Κομισιόν δεν μπορεί παρά να
είναι δευτερεύον στο πλαίσιο της Συμμαχίας των
Προθύμων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί
να είναι παράλληλα και καθοριστικός. Το κρίσιμο
ποιοτικό στοιχείο, όμως, βρίσκεται στην εξής
συνθήκη: τόσο η εμπειρία του Ρώσο-ουκρανικού
πολέμου όσο και εκείνη της επιστροφής του Τραμπ
στον Λευκό Οίκο, οδήγησαν τις ευρωπαϊκές ηγεσίες
προς τον ρεαλισμό, αναγκάζοντάς τες να
παραμερίσουν τις όποιες δομικές διαφωνίες τους,
ακόμα και σε ορισμένα εξαιρετικά κρίσιμα
ζητήματα, ώστε να διαφυλάξουν την ίδια τους την
επιβίωση, γεγονός το οποίο αποτελεί τη δομική
θεώρηση της ρεαλιστικής σκέψης.
Δίνεται
στην Ευρώπη μια πρωτοφανή ευκαιρία να
λειτουργήσει για πρώτη φορά ως προστάτιδα
υπερδύναμη, έναντι των πιθανών νέων επεκτατικών
ορέξεών της αναθεωρητικής Ρωσίας
Ο λόγος για
τον οποίο η Συμμαχία των Προθύμων αποτελεί τη
μόνη πραγματική λύση για την εξασφάλιση της
ευρωπαϊκής ασφάλειας στο διηνεκές είναι πως η
επιτυχία της εξαρτάται ακριβώς από αυτό, την
πρόθεση των συμμετεχόντων κρατών ώστε να
προστατεύσουν από κοινού τα συμφέροντά τους,
επενδύοντας στη γεωπολιτική τους πίστη το ένα
στο άλλο. Η δυναμική και ασαφής δομή της
Συμμαχίας των Προθύμων δίνει στις συμμετέχουσες
ευρωπαϊκές ηγεσίες τη δυνατότητα να συντονίσουν
την αμυντική και την εξωτερική τους πολιτική έξω
από το αυστηρό πλαίσιο της ΕΕ, του NATO, αλλά
και της πραγματικότητας του Brexit,
προσεγγίζοντας παράλληλα και τρίτες δυτικές
δυνάμεις με σημαντική διεθνή επιρροή, όπως την
Αυστραλία και τον Καναδά, χωρίς ωστόσο αυτό να
σημαίνει πως πρέπει απαραίτητα να έρθουν σε ρήξη
με τις ΗΠΑ, ούτε όμως να είναι και μονίμως σε
σύγκλιση μαζί τους, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Έτσι, το κρισιμότερο συμπέρασμα για την Ευρώπη
μετά και τη χθεσινή σύνοδο στον Λευκό Οίκο δεν
μπορεί παρά να είναι το εξής: τα αμιγώς
ευρωπαϊκά συμφέροντα μπορούν να τα προστατεύσουν
εξ ολοκλήρου μόνο οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι, αλλά η
ευρωπαϊκή γεωπολιτική ταυτότητα δεν καθορίζεται
ούτε από τη συμμετοχή στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ούτε
από το Brexit, αλλά από την πρόθεση της κάθε
χώρας να συμβάλλει στον κοινό στόχο· η Ουγγαρία
και η Ισπανία μπορούν πάντα να παρακολουθούν από
απόσταση. Την ίδια στιγμή, η εξασφάλιση της
παρουσίας δυτικών στρατιωτών εντός της
ουκρανικής επικράτειας, μετά και τη λήξη του
πολέμου, δίνει στην Ευρώπη μια πρωτοφανή
ευκαιρία να λειτουργήσει πλέον για πρώτη φορά ως
προστάτιδα υπερδύναμη, έναντι των πιθανών νέων
επεκτατικών ορέξεών της αναθεωρητικής Ρωσίας,
στέλνοντας παράλληλα ένα μήνυμα ισχύος προς τις
λοιπές αναθεωρητικές δυνάμεις εντός του διεθνούς
συστήματος, γειτονικές και μη.
Η Ευρώπη
συναντά ξανά την Ιστορία
Στην
πραγματικότητα –και πλην ενός κάτι παραπάνω από
συγκλονιστικού απροόπτου–, η προδιαγεγραμμένη
τραγωδία της Ουκρανίας μπορεί να αποτελέσει και
τη μεταβλητή η οποία θα αλλάξει την πορεία της
ευρωπαϊκής Ιστορίας. Μια πιθανή ήττα του Κιέβου
απέναντι στον αναθεωρητισμό της Μόσχας αποτελεί
ένα κοσμογονικό γεγονός, τόσο λόγω των έμπρακτων
αποτελεσμάτων της, όσο κυρίως του γεγονότος πως
προκύπτει με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον, και
της συνεπειοκρατικής και συναλλακτικής
εξωτερικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ. Όμως,
κανείς δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται, διότι με
αυτόν τον τρόπο λειτουργούσαν ιστορικά όλες οι
υπερδυνάμεις στην καταγεγραμμένη ανθρώπινη
ιστορία, ιδιαίτερα εκείνες οι οποίες
χαρακτηρίζονταν από έντονο ιδεολογικό και αξιακό
πυρήνα, όπως είναι εξάλλου ο αμερικανικός
εξαιρετισμός και ο μεταψυχροπολεμικός ρωσικός
αναθεωρητισμός. Η Συμμαχία των Προθύμων,
πιθανότατα, δεν θα καταφέρει ποτέ να αναπτύξει
ένα εξίσου ισχυρό πολιτικά υπαρξιακό όχημα, το
οποίο να καθορίζει συνειδησιακά τις όποιες
ρεαλιστικές στρατηγικές της επιλογές. Με την
παραδοχή, ωστόσο, πως εντός του διεθνούς
συστήματος καταλυτική παράμετρος είναι, τόσο η
σκληρή όσο και η ήπια ισχύς των εκάστοτε
γεωπολιτικών παικτών, τότε, μέσω της Συμμαχίας
των Προθύμων, η Ευρώπη έχει πλέον τη δυνατότητα
να προβάλλει τη δική της – εξάλλου, εναλλακτική
επιλογή δεν υπάρχει.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|