|
Πράγματι,
και όπως σημείωσε ο πρώην Πρωθυπουργός, τα
νούμερα, τόσο των παράνομων αφίξεων όσο και των
υποβληθέντων αιτημάτων διεθνούς προστασίας αλλά
και των ασύλων που χορηγήθηκαν την περίοδο
2012-2015 ήταν αναμφισβήτητα χαμηλότερα
συγκριτικά με άλλες περιόδους διακυβέρνησης —
αλλά αυτό δεν αποτελεί απαρέγκλιτα απόδειξη
επιτυχίας, όπως και τα υψηλότερα νούμερα που
ακολούθησαν δεν σημαίνουν αυτομάτως αποτυχία.
Το μεταναστευτικό και το άσυλο είναι ζωντανοί
οργανισμοί, που επηρεάζονται όχι μόνο από τη
πολιτική βούληση μιας χώρας αλλά ταυτόχρονα από
τη χρονική συγκυρία, τις γεωπολιτικές
ανακατατάξεις, την ετοιμότητα των κρατών και την
πολιτική τους κουλτούρα, και φυσικά από τις
διεθνείς συμμαχίες στο πλαίσιο Ενώσεων όπως η
ΕΕ, ισότιμο μέλος της οποίας αποτελεί η χώρα
μας.
Κάνοντας,
λοιπόν, μια γρήγορη ανασκόπηση του πρόσφατου
παρελθόντος αποδεικνύεται ότι όλες οι ελληνικές
κυβερνήσεις είχαν τρωτά σημεία και έκαναν
σημαντικά λάθη στη διαχείριση του φαινομένου της
παράνομης μετανάστευσης. Άλλες από απειρία στην
αντιμετώπιση μεταναστευτικών κρίσεων, άλλες
επειδή η οικονομική ύφεση τις υποχρέωσε να
κινηθούν με ελάχιστους πόρους, και άλλες από
ιδεολογικές αγκυλώσεις που οδήγησαν σε
επιχειρησιακές αστοχίες.
Το
ζητούμενο, όμως, πλέον δεν είναι η απόδοση
ευθυνών, αλλά η αξιοποίηση της πολύτιμης γνώσης
και της συσσωρευμένης εμπειρίας των τελευταίων
ετών. Αν κάτι χρειαζόμαστε τώρα, με άλλα λόγια,
είναι να περάσουμε από τη στείρα αντιπαράθεση
στηνεποικοδομητική αυτογνωσία.
Γιατί το
μεταναστευτικό, σε αντίθεση με άλλες εξαιρετικές
περιστάσεις (π.χ. Covid-19), δεν είναι παροδική
κρίση, ούτε εφήμερη κατάσταση με
προδιαγεγραμμένο τέλος. Πρόκειται για μόνιμη και
διαρκή πρόκληση που θα επιστρέφει στην
επικαιρότητα με διαφορετικούς πρωταγωνιστές και
διαρκώς ευμετάβλητα σενάρια σε διαφορετικά
σημεία της παγκόσμιας σκηνής— και το πραγματικό
ερώτημα είναι αν, μετά από τόσα επίπονα και
κοπιώδη μαθήματα, είμαστε επιτέλους έτοιμοι να
την αντιμετωπίσουμε ώριμα και καινοτόμα ή θα
καταλήξουμε ξεπερασμένοι, από τις ευρύτερες
εξελίξεις στην περιοχή μας, κομπάρσοι.
Η Υπηρεσία
Ασύλου του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου,
η οποία ξεκίνησε επίσημα τη λειτουργία της επί
διακυβερνήσεως Σαμαρά τον Ιούνιο του 2013, είναι
ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η
χώρα πέρασε από το μηδέν στη θεσμική συγκρότηση.
Ξεκίνησε με μόλις 46 υπαλλήλους και ένα μικρό
γραφείο στην Κατεχάκη χωρίς να διαθέτει τους
πρώτους μήνες υπηρεσιακή σφραγίδα για να
επικυρώνει τα εκδοθέντα έγγραφά της. Σήμερα
αριθμεί πάνω από 1.000 εργαζόμενους, διαθέτει 25
περιφερειακά γραφεία και κλιμάκια σε όλη την
Ελλάδα και εκδίδει χιλιάδες αποφάσεις ετησίως,
ούσα η κατά αναλογία παραγωγικότερη Υπηρεσία
Ασύλου μεταξύ των αντίστοιχων των Κρατών Μελών.
Είναι
φυσικό, λοιπόν, όσο μια Υπηρεσία μεγαλώνει, να
αυξάνεται και το έργο της. Επομένως, η σύγκριση
των απόλυτων αριθμών τότε και σήμερα δεν
αποτυπώνει την πραγματική εικόνα. Δεν πρόκειται
για πολιτική επιτυχία ή αποτυχία, αλλά για
διοικητική εξέλιξη.
Επιπρόσθετα, οι παράνομες ροές εκείνης της
περιόδου (ως επί το πλείστων από τον Έβρο) είχαν
διαφορετικά χαρακτηριστικά: κυρίως οικονομικοί
μετανάστες από Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Ινδία και
Φιλιππίνες, και ελάχιστοι Σύροι, καθώς ο
εμφύλιος στη Συρία βρισκόταν στα πρώτα του
στάδια. Δεν υπήρχε ακόμη η μαζική έξοδος που
ακολούθησε μετά το 2015. Αντίστοιχα στο
Αφγανιστάν ο διεθνής συνασπισμός συνέχιζε να
ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας απωθώντας
τους Ταλιμπάν σε μεμονωμένες επαρχίες στα δυτικά
σύνορα και συνεπώς δεν υπήρχε το σημερινό
σκοταδιστικό χάος που ευθύνεται για τον
εκτοπισμό χιλιάδων Αφγανών προς το Ιράν, το
Πακιστάν αλλά και τη Δύση.
Ούτε φυσικά
υπήρχε η ανάφλεξη στη Γάζα και το Σουδάν ούτε
και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ήταν μια
διαφορετική εποχή, με ανόμοιες ροές που εξαιτίας
ακριβώς των δημογραφικών χαρακτηριστικών αυτών
των ανθρώπων και της φύσης των ισχυρισμών τους η
Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου προέβαινε στην απόρριψη
της συντριπτικής πλειοψηφίας των αιτημάτων
καισυνακόλουθα το ποσοστό αναγνώρισης ασύλου
κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα.
Έτι
περαιτέρω, σημαντικό θεσμικό σφάλμα εκείνης της
περιόδου ήταν η αναθεωρημένη εφαρμογή του
Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (2013), που καθιστούσε
υπεύθυνη τη χώρα πρώτης εισόδου για την εξέταση
των αιτημάτων ασύλου.
Έτσι, όλο
το βάρος για μία ακόμα φορά έπεσε στις χώρες του
Νότου — Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία — χωρίς
αντίστοιχη ευρωπαϊκή στήριξη. Η χώρα μας,
αποδυναμωμένη οικονομικά και διοικητικά, δεν
είχε τη δύναμη να διεκδικήσει ουσιαστικές
εξαιρέσεις ή αντισταθμιστικά μέτρα. Το κυριότερο
ολίσθημα, όμως, ήταν ότι συνηγόρησε αυτοβούλως
στη «θανατική μεταναστευτική» καταδίκη της
επιτρέποντας στη δαμόκλειο σπάθη των δυνητικών
επιστροφών από άλλα ΚΜ στην Ελλάδα να αποτελεί
έκτοτε το μόνιμο διπλωματικό βραχνά και την
αχίλλειο πτέρνα κάθε σοβαρής εθνικής
διαπραγμάτευσης.
Το 2015
ήρθε η μεγάλη έκρηξη. Με την πολιτική των
«ανοιχτών συνόρων» προσαρμοσμένη σε μια ρητορική
«ανθρωπιστικής διαχείρισης» χωρίς πραγματικό
πλάνο και διαχειριστικό σχέδιο, η χώρα βρέθηκε
να στροβιλίζεται στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς
μεταναστευτικής κρίσης, της μεγαλύτερης μετά το
τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Χιλιάδες
πρόσφυγες και μετανάστες κατέφταναν καθημερινά
στα νησιά του Αιγαίου, έπαιρναν το πλοίο της
γραμμής για τον Πειραιά ή την Καβάλα και
συνέχιζαν μέσω Ειδομένης προς τη Σερβία, την
Ουγγαρία και τελικά την Κεντρική Ευρώπη. Μέχρι
τις 18 Μαρτίου 2016, τα ευρωπαϊκά σύνορα και ο
βαλκανικός διάδρομος ήταν ανοιχτά. Όσοι
εισέρχονταν παράτυπα στην Ελλάδα δεν είχαν
υποχρέωση να υποβάλουν αίτημα ασύλου αφού η χώρα
λειτουργούσε ουσιαστικά ως πέρασμα, όχι ως
τελικός προορισμός και αυτός είναι ο βασικός
λόγος που έως το Μάρτη του 2016 ο αριθμός των
αιτημάτων ασύλου υπήρξε τόσο μικρός.
Μόνο μετά
το οριστικό σφράγισμα των συνόρων, στα μέσα
Μαρτίου του 2016 κατόπιν υπογραφής της Κοινής
Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, οι παράνομα νεοαφιχθέντες
άρχισαν να «παγιδεύονται» εντός της χώρας και τα
αιτήματα ασύλου να εκτοξεύονται αριθμητικά.
Χωρίς
πολιτική αποφασιστικότητα, χωρίς μηχανισμό
επιστροφών και με υπηρεσίες πεδίου αδύναμες και
κορεσμένες, η Δήλωση έμεινε σε μεγάλο βαθμό στα
χαρτιά.
Τα
αποτελέσματα τα είδαμε στη Μόρια, στη Σάμο, στη
Χίο — δομές που σχεδιάστηκαν ως προσωρινές, αλλά
εξελίχθηκαν σε σύμβολα αποτυχίας από κάθε άποψη,
επιχειρησιακή και ανθρωπιστική.
Συνεπώς, τα
αιτήματα ασύλου δεν αυξήθηκαν ως συνέπεια της
αλλαγής στάσης και ευνοϊκότερης προσέγγισης των
Υπηρεσιών αλλά ήταν αποτέλεσμα του εγκλωβισμού
των μεταναστών στην Ελλάδα (είτε στο πλαίσιο του
ΔΟΥΒΛΙΝΟ ΙΙΙ είτε κατόπιν εφαρμογής της Κοινής
Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας 2016) που ώθησε τους
τελευταίους στην υποβολή αιτήματος διεθνούς
προστασίας προκειμένου να νομιμοποιήσουν έστω
για κάποιους μήνες την παραμονή τους στη χώρα.
Η κατάσταση
άρχισε να αλλάζει ουσιαστικά από το 2019 και
μετά. Για πρώτη φορά καταβλήθηκε συστηματική
προσπάθεια να υπάρξει μια συνολική εθνική
στρατηγική: ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων με
ενεργητική αποτροπή, ψηφιοποίηση των διαδικασιών
ασύλου, αποσυμφόρηση των νησιών και βελτίωση των
συνθηκών διαβίωσης στα νέα κέντρα φιλοξενίας.
Ο ρυθμός
εξέτασης αιτήσεων αυξήθηκε θεαματικά, οι χρόνοι
αναμονής μειώθηκαν και, κυρίως, η Ελλάδα
απέκτησε φωνή στα ευρωπαϊκά fora, διεκδικώντας
επιτέλους ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση του
νέου Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και
το Άσυλο. Η χώρα πέρασε με τον τρόπο αυτό από
την παθητική διαχείριση στην ενεργητική
πολιτική, με αποτελέσματα που αναγνωρίζονται
πλέον και από εταίρους που στο παρελθόν ασκούσαν
αυστηρή κριτική.
Αυτό δεν
σημαίνει βέβαια ότι λύθηκαν όλα τα ανοιχτά
μέτωπα. Ακόμη υπάρχουν οι χρόνιες παθογένειες
της άκαμπτης γραφειοκρατίας, του διοικητικού
κατακερματισμού, της μερικής ασυνεννοησίας
εμπλεκόμενων Υπουργείων και της υποστελέχωσης
κρίσιμων υπηρεσιών ενώ η επικείμενη εφαρμογή του
νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το άσυλο
ελλοχεύει ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους αναφορικά
με τη διαχείριση των μελλοντικών ροών όπως και η
εν εξελίξει διαπραγμάτευση του Ευρωπαϊκού
Κανονισμού για τις Επιστροφές. Όμως η διαφορά σε
σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι αισθητή:
υπάρχει πλέον σχέδιο, συντονισμός και βούληση να
παραμείνει το φαινόμενο υπό έλεγχο, χωρίς
επικοινωνιακές υπερβολές. Και αυτή η θεσμική
κανονικότητα —όσο τεχνική κι αν ακούγεται— είναι
ίσως το πιο σημαντικό επίτευγμα της τελευταίας
περιόδου.
Εν
κατακλείδι, αν κάτι μάθαμε όλα αυτά τα χρόνια,
είναι ότι το μεταναστευτικό δεν «λύνεται». Είναι
υπό διαχείριση. Από τον κανονισμό του Δουβλίνου
ως την πολιτική των ανοιχτών συνόρων, από τη
Μόρια ως τον Έβρο, η χώρα πέρασε από όλα τα
στάδια: αμηχανία, χάος, κόπωση, και τελικά,
ωριμότητα.
Το στοίχημα
τώρα είναι να μη χαθεί αυτή η τεχνογνωσία.
Γιατί οι
ροές δεν θα σταματήσουν, αλλά μπορούν να
ελεγχθούν. Οι αιτήσεις ασύλου δεν θα
εκμηδενιστούν, αλλά μπορούν να εξετάζονται
γρήγορα, δίκαια και με σεβασμό στο διεθνές
δίκαιο. Και η Ελλάδα δεν χρειάζεται πια να
απολογείται για την ανεπάρκειά της, αλλά να
προβάλλει την πρόοδο που έχει πετύχει, ως χώρα
πρώτης γραμμής που, επιτέλους, μαθαίνει από το
παρελθόν της.
Ο Μάριος Καλέας είναι Διοικητής της Ελληνικής
Υπηρεσίας Ασύλου και Αντιπρόεδρος του ΔΣ του
Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA). – Με
το παρόν άρθρο εκφράζονται προσωπικές απόψεις
του γράφοντος και όχι η επίσημη θέση της
Ελληνικής Πολιτείας, της Δημόσιας Διοίκησης και
του EUAA
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|