|
Τα μνημόνια
τα αντιμετώπισαν όλοι, όταν ήταν στην κυβέρνηση,
κυρίως ως ένα πεδίο διαπραγμάτευσης με τους
δανειστές, όπου η άλλη πλευρά καθόριζε την
ατζέντα και εμείς επιδιώκαμε να απαλύνουμε τα
πιο οδυνηρά στοιχεία. Κανένας μέσα στη χώρα δεν
έπαιρνε την ευθύνη για τη δημοσιονομική
πειθαρχία και τις μεταρρυθμίσεις που ήταν
απαραίτητες για να ξαναγίνουμε «κανονικοί». Αυτά
μας τα επέβαλαν οι ξένοι.
Στις άλλες
χώρες που βρέθηκαν σε παρόμοια κατάσταση τότε,
οι εθνικές κυβερνήσεις, με τη συναίνεση της
αντιπολίτευσης, έφτιαξαν τα σχέδια σωτηρίας και
τα έφεραν προς συζήτηση με τους δανειστές. Από
την αρχή υπήρχε ένα κλίμα συνεργασίας, τόσο μέσα
στη χώρα όσο και στη σχέση με τους θεσμούς. Με
όρους θεωρίας παιγνίων, εμείς θεωρούσαμε ότι
παίζουμε σε μηδενικό άθροισμα (όσα κερδίζει η
άλλη πλευρά τόσα χάνω εγώ), ενώ Ιρλανδοί,
Πορτογάλοι και Ισπανοί έπαιζαν για θετικό
άθροισμα (να κερδίσουν και οι δύο πλευρές).
Οι βασικές
αιτίες γι’ αυτή μας την ιδιαιτερότητα ήταν δύο.
Πρώτον, δεν είχαμε κουλτούρα συναίνεσης ανάμεσα
στα κόμματα εξουσίας για μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, τόσο πριν όσο και
μετά τη μεταπολίτευση, έλεγε πάντα όχι σε όλα.
Συνεπώς, κάθε θετική συνεννόηση με τους
δανειστές για τα μνημόνια θα είχε πολιτικό
κόστος, αφού η αντιπολίτευση θα κραύγαζε για
προδοσία («δεν είναι και τόσο
Eλληνες
αυτοί που μας κυβερνούν» είχε πει ο κ. Τσίπρας).
Ο Τάκης Παππάς, στο βιβλίο «Παράδοξη χώρα», έχει
καταγράψει τις διαφορές μας με την Πορτογαλία
και την Ιρλανδία σε αυτό το θέμα.
Δεύτερον,
σε αντίθεση με τις κρίσεις χρέους των άλλων, η
δική μας οφειλόταν στα ελλείμματα του κράτους,
κι όχι στις τράπεζες ή σε υπερχρεωμένους
ιδιώτες. Τα κόμματα εξουσίας θα έπρεπε να πάψουν
να μοιράζουν εισοδήματα και προνόμια πέρα από
όσο επέτρεπαν τα φορολογικά έσοδα. Αυτό ήταν
δύσκολο να το αποδεχθούν, γιατί έτσι
λειτουργούσαν μέχρι τότε.
Εχουμε
ξεπεράσει σήμερα τις παθογένειες που έφεραν την
κρίση; Σε δύο κρίσιμα πεδία, ναι. Η
δημοσιονομική πειθαρχία είναι πλέον κανόνας.
Κάθε παροχή και κάθε μείωση φόρων μετριέται
προσεκτικά και γενικά πετυχαίνουμε τους στόχους
για πλεονάσματα. Αυτό δεν γίνεται τυχαία ούτε
εύκολα. Απαιτεί οι πολιτικοί να αναθέτουν
μετρήσεις σε τεχνοκράτες και να τις λαμβάνουν
σοβαρά υπόψη. Ποτέ στη μεταπολίτευση δεν θυμάμαι
κάτι αντίστοιχο.
Επιπλέον, η
κυβέρνηση δίνει υψηλή προτεραιότητα στην εικόνα
της χώρας μας, τόσο στους εταίρους μας στην Ε.Ε.
όσο και στους διεθνείς δανειστές του ιδιωτικού
τομέα. Γνωρίζει ότι η εμπιστοσύνη χτίζεται μόνο
με μέθοδο και με καλή πληροφόρηση. Τα
Greek
Statistics είναι
παρελθόν. Ο Αλέξης Πατέλης στο βιβλίο «Η μεγάλη
επιστροφή» περιγράφει αναλυτικά και γλαφυρά πώς
έγινε αυτό μετά το 2019.
Αυτό που
ακόμη δεν έχουμε υπερβεί είναι οι αδυναμίες στο
παραγωγικό μας μοντέλο. Είναι η επόμενη μεγάλη
θεσμική πρόκληση. Εχουν ξεκινήσει διαδικασίες
τόσο στη μικρή κλίμακα (π.χ. με τη συμμετοχή των
εργοδοτών στη λειτουργία των Ακαδημιών
Επαγγελματικής Εκπαίδευσης) όσο και σε εθνικό
επίπεδο (με την πρόσφατη τριμερή κοινωνική
συμφωνία). Αλλά χρειάζεται επιμονή και διάρκεια
για να αποδώσουν.
*Ο κ.
Αρίστος Δοξιάδης είναι ομότιμος εταίρος στο
κεφάλαιο επενδύσεων τεχνολογίας
Big
Pi.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής.
|