|
Διασαφηνίζοντας το πλαίσιο γύρω από το οποίο
κινείται η ιδέα του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ,
η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ
ούτε του νατοϊκού προγράμματος «Συνεργασία για
την Ειρήνη», καθώς η Τουρκία δεν την αναγνωρίζει
ως κράτος και απορρίπτει κάθε ενδεχόμενο
συμμετοχής της.
Την ίδια
στιγμή, η Κυπριακή Δημοκρατία, μέρος της οποίας
τελεί μέχρι και σήμερα υπό παράνομη στρατιωτική
κατοχή από την Τουρκία, αξιοποιεί το ευρωπαϊκό
πλαίσιο για να προασπίσει τα ζωτικά εθνικά
συμφέροντά της.
Προς
επίτευξη του σκοπού αυτού, αποκλείει την
προοπτική στενότερης αμυντικής συνεργασίας της
ΕΕ με την Τουρκία, έχοντας εμποδίσει τη σύναψη
συμφωνίας ανάμεσα στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό
Άμυνας και την Τουρκία και ούσα αρνητικά
διακείμενη στην αποστολή διαβαθμισμένων
πληροφοριών από την ΕΕ προς τη Συμμαχία.
Αυτή η
συγκρουσιακή σχέση δυναμιτίζει και υπονομεύει
τις προσπάθειες για ουσιαστική προσέγγιση μεταξύ
των δύο οργανισμών, η οποία κρίνεται από πολλές
πρωτεύουσες ως αναγκαία λόγω του συνεχιζόμενου
πολέμου στην Ουκρανία. Ειδικότερα η ανταλλαγή
ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τα πρότυπα
εξοπλισμού και υλικών είναι κρίσιμης σημασίας
για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης.
Ήδη τον
Ιανουάριο του 2025, ο Ευρωπαίος Επίτροπος για
την Άμυνα και το Διάστημα, Άντριους Κουμπίλιους,
χαρακτήρισε την ανταλλαγή μη διαβαθμισμένων
πληροφοριών, που είχε συμφωνηθεί τότε, ως «άνευ
προηγούμενου» ένδειξη εμπιστοσύνης και δείγμα
εμπέδωσης των στενών συνεργατικών δεσμών μεταξύ
των δύο οργανισμών.
Στο ίδιο
πλαίσιο, στην επιστολή ανάθεσης των καθηκόντων
του από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο
ίδιος Επίτροπος καλείται να «συνεργαστεί με τα
κράτη-μέλη και το ΝΑΤΟ για την περαιτέρω
τυποποίηση και εναρμόνιση του αμυντικού
εξοπλισμού». Συνεπώς, γίνεται κατανοητό ότι η
συνεργασία ΕΕ και ΝΑΤΟ σε αυτό τον τομέα είναι
ύψιστη πολιτική προτεραιότητα.
Αδιαμφισβήτητα, Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται
πλέον σε μία δύσκολη θέση, καθώς η Τουρκία
χρησιμοποιεί όλα τα πολιτικά μέσα που έχει στη
διάθεσή της και πιέζει μέσω του ΝΑΤΟ να
αποκτήσει πρόσβαση στα κονδύλια για τον
επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Προς την κατεύθυνση
αυτή, αξιοποιεί το δικαίωμα αρνησικυρίας που
διαθέτει στο ΝΑΤΟ, τα μέλη του οποίου πρέπει
ομοφώνως να συμφωνήσουν για την πολυπόθητη
ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών.
Στη
διπλωματική μάχη που έπεται σε επίπεδο ΕΕ, Αθήνα
και Λευκωσία έχουν την ευκαιρία να υπεραμυνθούν
της αρχικής τους στάσεως. Παράλληλα,
δημιουργείται ένα διπλωματικό παράθυρο ευκαιρίας
για να κερδίσουν σημαντικά (και όχι μόνο
συμβολικά) ανταλλάγματα από τους Ευρωπαίους
εταίρους τους, αλλά και από την Άγκυρα.
Στην
περίπτωση της Ελλάδας, η ουσιαστική πρόοδος στα
ακανθώδη ζητήματα των σχέσεων με την Τουρκία
πρέπει να τεθεί στο τραπέζι ως προϋπόθεση
οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης επί του θέματος.
Η Κύπρος θα
μπορούσε, επίσης, να διεκδικήσει μία
θεσμοθετημένη σχέση και στενότερη συνεργασία με
το ΝΑΤΟ. Τέλος, θα μπορούσαν από κοινού οι δύο
χώρες να προωθήσουν την επικαιροποίηση και
μετατροπή της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής της ΕΕ
(Άρθρο 42.7 ΣΕΕ) σε ένα επιχειρησιακά
λειτουργικό πλαίσιο ικανό να προασπίσει στο
πεδίο την εδαφική τους ακεραιότητα.
Το
διακύβευμα είναι μεγάλο για όλες τις πλευρές,
γεγονός που δημιουργεί συνθήκες και ευκαιρίες
για αμοιβαία επωφελείς λύσεις, αρκεί να υπάρχει
η αναγκαία εγρήγορση και προδραστικότητα.
Σπύρος
Μπλαβούκος, Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο
Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος
Αριάν Κοντέλλη, ΕΛΙΑΜΕΠ και Πάνος Πολίτης
Λάμπρου, Βοηθός Ερευνητής, ΕΛΙΑΜΕΠ
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|