|
Ανάμεσα στα
πολλά που ακούστηκαν την περασμένη Παρασκευή,
στην ώρα του πρωθυπουργού στη Βουλή, εντύπωση
προκαλούν τα μεγέθη του ιδιωτικού χρέους, που
δυστυχώς αυξάνεται, παρά τα περί αντιθέτου
θρυλούμενα από την κυβέρνηση.
Το ιδιωτικό
χρέος περισφίγγει σαν μέγγενη την οικονομία, ενώ
ρυθμίσεις που ενδεχομένως θα έδιναν ανάσα σε
νοικοκυριά ή επιχειρηματίες, αποφεύγονται, ένεκα
του «ηθικού κινδύνου», που, όπως εξήγησε
μιλώντας ο Κ. Μητσοτάκης, είναι ο φόβος να
δημιουργούνται κακοπληρωτές εξαρχής, εφόσον
υιοθετούνται ρυθμίσεις.
|
|
Με βάση τα
στοιχεία της Eurostat, το ιδιωτικό χρέος σε
απόλυτους αριθμούς έχει αυξηθεί στα 223,68 δισ.
το 2024, από τα 203,19 δισ. το 2019. Δηλαδή
αύξηση κατά 20,48 δισ. την τελευταία εξαετία
(10%). Στο μεταξύ, τα χρέη σε ΑΑΔΕ και ΚΕΑΟ, τον
Αύγουστο του 2025, ήταν αυξημένα 16% (ή κατά
22,3 δισ.) σε σύγκριση με το 2019.
Την ίδια
περίοδο, οι οφειλέτες και στους δύο αυτούς
οργανισμούς έχουν αυξηθεί κατά 808.408
(15%),φθάνοντας συνολικά στους 6,08 εκατ.
Οι
κατασχέσεις στην εφορία έχουν αυξηθεί κατά 32,2%
(+400χιλ. δεσμευμένοι λογαριασμοί), ενώ τα χρέη
στον ΕΦΚΑ υπό αναγκαστική εκτέλεση αυξήθηκαν
κατά 43%. Τα «κόκκινα» δά-νεια ανέρχονται στα
78,5 δισ. (όχι στα 74 δισ. που ειπώθηκε στη
Βουλή), ενώ πρέπει στο ποσό αυτό να προστεθούν
και 25δισ. εξωλογιστικοί τόκοι (πανωτόκια), που
βρίσκονται εκτός αναφορών της Τράπεζας της
Ελλάδος.
Η έκθεση
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της κεντρικής
τράπεζας του περασμένου Οκτωβρίου περιγράφει μια
κατάσταση υπερχρέωσης, καθώς μόνο σε έναν χρόνο
τα «κόκκινα» δάνεια αυξήθηκαν κατά 6,83 δισ.
ευρώ. Τον τελευταίο χρόνο, η κατάσταση με τα
συγκεκριμένα δάνεια έχει επιδεινωθεί, καθώς12
δισ. ευρώ επιπλέον βρέθηκαν στην κυριότητα των
funds. Τα δάνεια σε funds έχουν φθάσει τα 81,6
δισ., ενώ το 89,6%αυτών είναι «κόκκινα».
Με δεδομένο
ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που
το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της σε σταθερές τιμές ήταν
χαμηλότερο το 2024 από το 2004, η εξέλιξη
του ιδιωτικού χρέους πρέπει να προβληματίζει,
αντί να ωραιοποιείται η κατάσταση. Το ότι μια
κοινωνία χρωστάει σε τέτοιο βαθμό είναι από μόνο
του τροχοπέδη σε κάθε επανεκκίνηση και, βέβαια,
συνιστά αρνητικό στοιχείο για την προσέλκυση
ξένων επενδύσεων. Και, αν δεν έρθουν οι
τελευταίες, δεν πρόκειται να αυξηθεί ποτέ η
παραγωγικότητα, που σήμερα είναι στο 55% του
μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Χωρίς να
λυθεί σωστά αυτή η εξίσωση, δεν πρόκειται να
αυξηθούν ποτέ ουσιαστικά τα εισοδήματα, ούτε να
μειωθεί το κόστος διαβίωσης που συναρτάται και
με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Το
μόνο που θα γίνεται θα είναι οι κυβερνητικοί, με
στατιστικά τερτίπια (όπως και το κάνουν), να
βγάζουν βελτίωση των συνθηκών και οι της
αντιπολίτευσης να υπόσχονται καλύτερες μέρες,
όταν αυτοί γίνουν κυβέρνηση.
Δημήτρης Γ.
Παπαδοκωστόπουλος (Ναυτεμπορική)
|