|
Η
επενδυτική πρόταση
βασίζεται στην σημαντική
ενίσχυση της απόδοσης
ιδίων κεφαλαίων (ROTE),
η οποία προβλέπεται να
αυξηθεί από 10% το 2024
σε 13% το 2027. Το
καθαρό κέρδος για το
2025 εκτιμάται στα €903
εκατ., με κέρδη ανά
μετοχή (EPS)
στα €0,39, δηλαδή 6%
πάνω από το
consensus,
ενώ το μέρισμα
αναμένεται στα €0,10 ανά
μετοχή. Η
Jefferies
εκτιμά ότι περίπου 30%
της τρέχουσας
κεφαλαιοποίησης θα
διανεμηθεί στους
μετόχους έως το 2027,
ενώ επιπλέον 30%
αποτελεί πλεονάζον
κεφάλαιο, το οποίο
μπορεί να αξιοποιηθεί
για μελλοντικές
επιστροφές ή εξαγορές.
Το
κόστος ιδίων κεφαλαίων (COE)
μειώθηκε στο 13% από
14%, ευθυγραμμισμένο
πλέον με τον μέσο όρο
των ευρωπαϊκών τραπεζών,
γεγονός που ενισχύει την
αποτίμηση βάσει της
μεθοδολογίας
ROE/COE.
Η
Jefferies
τονίζει ότι η
Alpha
Bank
διαπραγματεύεται σε
ελκυστικά επίπεδα, με
δείκτη
P/E
που προβλέπεται στις 8,3
φορές για το 2025 και να
υποχωρεί στις 6,4 φορές
το 2027.
Αποτέλεσμα β’ τριμήνου
2025:
Η
Jefferies
αναμένει ελαφρώς
μειωμένη απόδοση στο β’
τρίμηνο του 2025, με τα
λειτουργικά έσοδα και τα
καθαρά κέρδη να
σημειώνουν πτώση σε
σχέση με το προηγούμενο
τρίμηνο, αλλά να
παραμένουν κοντά στις
εκτιμήσεις της αγοράς.
Καθαρά
έσοδα από τόκους (NII):
Προβλέπονται στα €402
εκατ., αυξημένα κατά 2%
σε τριμηνιαία βάση, λόγω
εποχικότητας, μικρής
αύξησης των χορηγήσεων
και επιπλέον ημέρας
τόκων. Η άνοδος
περιορίζεται από τη
μείωση αποδόσεων λόγω
πτώσης του
EURIBOR
κατά περίπου 45 μονάδες
βάσης.
Έσοδα
από προμήθειες:
Υπολογίζονται σε €111
εκατ., αυξημένα λόγω
καλής πορείας στη
διαχείριση περιουσίας,
τις ασφαλιστικές
υπηρεσίες και τις
κάρτες. Τα συνολικά μη
επιτοκιακά έσοδα φτάνουν
τα €141 εκατ.
Λειτουργικά έξοδα:
Αυξημένα κατά 8% στα
€219 εκατ., λόγω
επαναφοράς σε κανονικά
επίπεδα μετά από
χαμηλότερα έξοδα α’
τριμήνου. Η εκτίμηση για
τα ετήσια κόστη
παραμένει στα €870 εκατ.
Προβλέψεις:
Το κόστος πιστωτικού
κινδύνου (CoR)
εκτιμάται σε 50 μονάδες
βάσης ή €50 εκατ.,
ελαφρώς μειωμένο σε
σχέση με τις 53 μονάδες
βάσης του 1ου τριμήνου.
Καθαρά
κέρδη:
Αναμένονται στα €206
εκατ., μειωμένα από €223
εκατ. του α’ τριμήνου,
εξαιτίας χαμηλότερων
συναλλαγών και αυξημένου
κόστους.
|