|
Η αβεβαιότητα για την
πορεία της Apple έχει
ήδη οδηγήσει σε απώλειες
εκατοντάδων
δισεκατομμυρίων δολαρίων
στη χρηματιστηριακή της
αξία. Παρά την προσωρινή
εκεχειρία στο μέτωπο των
εμπορικών σχέσεων
ΗΠΑ-Κίνας, η μετοχή της
παρέμενε κατά περίπου
13% χαμηλότερη σε σχέση
με την αρχή του έτους.
Η πιθανή αποχώρηση της
Apple από την Κίνα,
ανεξάρτητα από τον νέο
τόπο παραγωγής, αποτελεί
εξαιρετικά δύσκολη
απόφαση για τον
διευθύνοντα σύμβουλο Tim
Cook. Ο Cook υπήρξε ο
βασικός υποστηρικτής της
επέκτασης της παρουσίας
της εταιρείας στη
συγκεκριμένη χώρα.
Οι εσωτερικές συζητήσεις
στην Apple για το ποιος
αναλαμβάνει την παραγωγή
και σε ποια τοποθεσία,
έχουν ιστορικές ρίζες
που φτάνουν ως την
ίδρυση της εταιρείας, τη
δεκαετία του 1970.
Εκείνη την εποχή, η ιδέα
της παραγωγής
εξαρτημάτων — πόσο
μάλλον ολόκληρων
προϊόντων — εκτός ΗΠΑ ή
χωρίς άμεση εποπτεία
θεωρούταν σχεδόν
αδιανόητη για τον κλάδο
των υπολογιστών. Ωστόσο,
στα τέλη της δεκαετίας
του 1990, η Apple άρχισε
να εγκαταλείπει αυτήν
την πολιτική, στρεφόμενη
προς εξωτερικούς
προμηθευτές, όπως
περιγράφεται στο βιβλίο
του Patrick McGee των
Financial Times για
την εξάρτηση της
εταιρείας από την Κίνα.
Η Κίνα τότε είχε ισχυρό
πλεονέκτημα. Η Foxconn,
ταϊβανέζικη εταιρεία με
πρωταγωνιστικό ρόλο στην
κατ’ ανάθεση παραγωγή,
συνέβαλε καθοριστικά
στην εκπαίδευση του
πολυπληθούς αλλά
ανειδίκευτου εργατικού
δυναμικού της Κίνας τη
δεκαετία του 1990. Ο
ιδρυτής της, Terry Gou,
με διπλωματική δεινότητα
εξασφάλισε γενναιόδωρες
επιδοτήσεις από τοπικές
κινεζικές αρχές. Αυτό
της επέτρεψε να
επενδύσει σε κορυφαίο
εξοπλισμό παραγωγής,
αποκτώντας προβάδισμα
έναντι ανταγωνιστών.
Η συνεργασία
Apple–Foxconn
αποδείχθηκε καθοριστική.
Όταν η Foxconn ανέλαβε
την κατασκευή του iPod,
οι πωλήσεις εκτοξεύθηκαν
από λιγότερο από 1 εκατ.
μονάδες το 2003 σε
τουλάχιστον 22 εκατ. το
2005. Το φαινόμενο
επαναλήφθηκε με το
iPhone, μετά το 2007, σε
ακόμα μεγαλύτερη
κλίμακα. Παρ’ όλα αυτά,
η Foxconn δέχτηκε
επικρίσεις για τις
σκληρές συνθήκες
εργασίας, καθώς υπήρξαν
αναφορές για πολυάριθμες
αυτοκτονίες εργαζομένων.
Με την πάροδο του
χρόνου, το χαμηλό κόστος
παραγωγής κατέστησε την
Κίνα ελκυστικότατο
προορισμό για πολλές
τεχνολογικές
επιχειρήσεις. Σύντομα, η
παραγωγή ηλεκτρονικών
αλλού έγινε οικονομικά
ασύμφορη. Μέχρι το 2015,
η Apple επένδυε περίπου
55 δισ. δολάρια ετησίως
στην Κίνα,
χρηματοδοτώντας μεταξύ
άλλων τη συνεχή αποστολή
χιλιάδων μηχανικών.
Ωστόσο, η εντεινόμενη
εξάρτηση της Apple από
ένα αυταρχικό πολιτικό
σύστημα έφερε νέα
προβλήματα. Επί
προεδρίας Xi Jinping, οι
κινεζικές αρχές άρχισαν
να απαιτούν ολοένα και
περισσότερα από την
Apple, μεταξύ άλλων και
τεχνολογική μεταφορά.
Παράλληλα, η κινεζική
κυβέρνηση προώθησε την
κατανάλωση εγχώριων
προϊόντων, όπως τα
smartphones της Huawei,
περιορίζοντας τις
κρατικές αγορές iPhone.
Οι πωλήσεις της Apple
στην κινεζική αγορά
έχουν υποστεί σημαντική
κάμψη.
Η Apple έχει διαψεύσει
ορισμένους από τους
ισχυρισμούς που
περιέχονται στο βιβλίο
του McGee. Ωστόσο, η
έκδοση αναδεικνύει ένα
καίριο ερώτημα για
επενδυτές και υπευθύνους
χάραξης πολιτικής: είναι
πράγματι εφικτό για μία
εταιρεία να ευημερήσει
χωρίς την Κίνα; Αν η
απάντηση είναι αρνητική,
τότε σε περίπτωση
παρατεταμένου εμπορικού
πολέμου, το πλήγμα για
την Apple ενδέχεται να
αποδειχθεί ακόμη
μεγαλύτερο — και με
συνέπειες που θα
επεκτείνονται σε
ολόκληρη την παγκόσμια
οικονομία.
Πηγή: The Economist
|