|
Η
διαμάχη ξεκίνησε τον
Απρίλιο, όταν η
δικηγορική εταιρεία
White
&
Case,
εκπροσωπώντας ομάδα
hedge
funds
και διαχειριστών
κεφαλαίων, απέστειλε
επιστολή αμφισβητώντας
τόσο τη νομιμότητα του
call
option
όσο και την αποτίμηση
της συναλλαγής.
Μεταξύ των αντιδρώντων
επενδυτών
συγκαταλέγονται οι VR
Capital, Wellington
Management, Pharo
Management, Gemsstock
Limited και Karrick
Limited.
Τα
συγκεκριμένα
warrants
είχαν εκδοθεί στο
πλαίσιο της
αναδιάρθρωσης χρέους του
2012, ως πρόσθετο
κίνητρο για τους
πιστωτές. Λήγουν το 2042
και, βάσει των όρων
τους, θα έπρεπε να
ξεκινήσουν την καταβολή
τόκων από το 2027,
εφόσον το ΑΕΠ της
Ελλάδας ξεπερνούσε τα
267 δισ. ευρώ και η
ανάπτυξη διαμορφωνόταν
άνω του 2% — στόχοι που
θεωρείται ότι η ελληνική
οικονομία μπορεί να
επιτύχει.
Σύμφωνα
με το
Bloomberg,
το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε
κατά 2,3% το 2023 και το
2024, ενώ το 2025
προβλέπεται αύξηση 2%,
με το μέγεθος της
οικονομίας να φτάνει τα
237,6 δισ. ευρώ το 2024.
Το
Wilmington
Trust
ισχυρίζεται ότι η
ελληνική κυβέρνηση
υπολόγισε εσφαλμένα την
τιμή αγοράς των
warrants,
καθώς η αγοραία τους
αξία ήταν περίπου 36%
υψηλότερη από το ποσό
που καταβλήθηκε. Όπως
επισημαίνει, ακόμη και
αν το δικαστήριο
αναγνωρίσει τη
νομιμότητα της άσκησης
του
call
option,
η διαφορά στην
τιμολόγηση θα πρέπει να
καταβληθεί στους
επενδυτές.
Με βάση
τους όρους των
warrants,
η Ελλάδα θα όφειλε
τόκους περίπου 375 εκατ.
ευρώ το 2027, εφόσον
επιτευχθούν οι στόχοι
ΑΕΠ και ανάπτυξης.
Αντίθετα, με την
ενεργοποίηση του
call
option
και την επαναγορά, η
δαπάνη περιορίστηκε σε
περίπου 156 εκατ. ευρώ.
Το
Bloomberg
υπενθυμίζει ότι, μετά
την αναδιάρθρωση του
χρέους, η Ελλάδα έχει
ανακτήσει την επενδυτική
βαθμίδα και έχει
αποπληρώσει πλήρως τα
δάνεια του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου,
ενώ σχεδιάζει τον
Δεκέμβριο να προχωρήσει
σε πρόωρη εξόφληση των
ευρωπαϊκών δανείων
διάσωσης.
|