|
Αυτά τα
θετικά σημάδια
εμφανίζονται σε μια
περίοδο σχετικής
σταθερότητας για την
Ευρωζώνη, καθώς οι
εσωτερικές ανισορροπίες
έχουν υποχωρήσει σε
σχέση με την εποχή της
κρίσης χρέους. Εξάλλου,
η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα έχει
ενισχύσει το οπλοστάσιό
της με μηχανισμούς που
μπορούν να περιορίσουν
ενδεχόμενες κρίσεις.
Ωστόσο,
η
Capital
Economics
επισημαίνει ότι τα
διαρθρωτικά εμπόδια
παραμένουν: η μείωση του
πληθυσμού σε ηλικία
εργασίας, οι άκαμπτες
αγορές εργασίας, ο
βραδύς ρυθμός
ενσωμάτωσης των
τεχνολογικών καινοτομιών
και ένα μη ευνοϊκό
περιβάλλον για τις
νεοφυείς επιχειρήσεις
εξακολουθούν να
λειτουργούν ως τροχοπέδη
στην ανάπτυξη.
Ο οίκος
προβλέπει ότι η
οικονομία της Ευρωζώνης
θα καταγράφει ρυθμούς
ανάπτυξης περίπου 1% τα
επόμενα ένα έως δύο
χρόνια, γεγονός που
σημαίνει μικρότερη
υστέρηση σε σχέση με τις
ΗΠΑ σε σύγκριση με τα
δύο προηγούμενα έτη.
Ωστόσο, στη συνέχεια,
εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα
επιβραδυνθεί εκ νέου, σε
αντίθεση με τις
προσδοκίες της αγοράς.
Παρότι ο
συστημικός κίνδυνος μιας
γενικευμένης κρίσης
χρέους έχει περιοριστεί,
η
Capital
Economics
προειδοποιεί πως οι
εθνικοί δημοσιονομικοί
κίνδυνοι παραμένουν
υψηλοί. Η Ιταλία
παραμένει ευάλωτη λόγω
του υψηλού δημόσιου
χρέους της, ενώ και η
δημοσιονομική εικόνα της
Γαλλίας επιδεινώνεται
σταδιακά. Θεωρητικά,
αυτοί οι κίνδυνοι θα
μπορούσαν να μειωθούν
εφόσον η Ευρώπη
προχωρούσε προς μια πιο
ενιαία δημοσιονομική
αρχιτεκτονική. Ωστόσο, ο
περιορισμένος χαρακτήρας
του πρόσφατου κοινού
δανεισμού για την άμυνα
αναδεικνύει την
απροθυμία για μια τέτοια
μεταρρύθμιση.
Ως εκ
τούτου, ο οίκος εκτιμά
ότι οι ελπίδες για μια
«επανεκκίνηση» της
Ευρώπης μέσω τολμηρών
βημάτων προς την
ενοποίηση κρίνονται
υπερβολικά αισιόδοξες.
Το ευρώ
δεν φαίνεται ικανό να
υποκαταστήσει το δολάριο
ως το βασικό παγκόσμιο
αποθεματικό νόμισμα στο
προβλέψιμο μέλλον, ούτε
η Ευρώπη αναμένεται να
εξελιχθεί σε ένα
αυτόνομο οικονομικό
μπλοκ ισοδύναμο με τις
ΗΠΑ και την Κίνα.
«Η
Ευρώπη θα συνεχίσει να
αποτελεί μια εύπορη αλλά
όχι ιδιαίτερα ακμαία
οικονομική περιοχή, με
το μερίδιό της στο
παγκόσμιο ΑΕΠ να
συνεχίζει να υποχωρεί»,
συνοψίζει η
Capital
Economics.
|