|
Η υπερβολική εξάρτηση
από τον τεχνολογικό
κλάδο αποτελεί δίκοπο
μαχαίρι για την αγορά.
Αν και δεν πρόκειται για
φαινόμενο πρωτόγνωρο, η
συχνότητα με την οποία
οι μετοχές αυτές
υπεραποδίδουν τους
τελευταίους μήνες είναι
αξιοσημείωτη και φέρνει
στο νου τη φούσκα του
dotcom.
Ενδεικτικά, περίπου το
12% των εταιρειών του
S&P
500 βρισκόταν την
περασμένη εβδομάδα σε
χαμηλά ενός έτους, ενώ ο
δείκτης σημείωνε νέο
ιστορικό υψηλό. Παρά το
ράλι σχεδόν 40% που έχει
σημειώσει ο
S&P
500 από το χαμηλό της
εποχής της «Ημέρας
Απελευθέρωσης» και των
δασμών, η τιμή της
μετοχής της μέσης
εταιρείας του δείκτη
βρίσκεται περίπου στο
μέσο του εύρους
διακύμανσής της τον
τελευταίο χρόνο.
Η
Capital
Economics
θέτει το ερώτημα: εάν ο
τεχνολογικός κλάδος
υποχωρούσε, θα μπορούσαν
οι υπόλοιπες εταιρείες
να προσφέρουν τις υψηλές
αποδόσεις που απαιτούν
οι επενδυτές; Παρά το
γεγονός ότι οι μη
τεχνολογικοί κλάδοι
έχουν θεωρητικά
περιθώρια ανόδου, η
στασιμότητα που
εμφανίζουν από τον
Νοέμβριο, παρά το
ευνοϊκό οικονομικό
περιβάλλον, δείχνει ότι
δύσκολα θα μπορούσαν να
ηγηθούν μιας ανοδικής
κίνησης.
«Αμφιβάλλουμε ότι οι μη
τεχνολογικές εταιρείες
θα έσωζαν την αγορά εάν
η ζήτηση για
AI
μειωνόταν», καταλήγουν
οι αναλυτές. Αντ’ αυτού,
εκτιμούν ότι η προοπτική
ανόδου του
S&P
500 προς την τιμή-στόχο
των 8.000 μονάδων για τα
τέλη του 2026 εξαρτάται
κυρίως από τη συνέχιση
της αυξανόμενης ζήτησης
για τεχνητή νοημοσύνη,
παρά από το αν η
Fed
θα μειώσει τα επιτόκια
κατά 50 ή 100 μονάδες
βάσης. Παρόλα αυτά, η
Capital
Economics
συνεχίζει να θεωρεί ότι
οι αγορές διατηρούν
θετικές προοπτικές.
|