Η απόφαση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναστείλει τον κανόνα
μείωσης του χρέους για άλλον ένα χρόνο δίνει
στις χώρες-μέλη το πράσινο φως να αυξήσουν τις
αμυντικές δαπάνες τους και να πάρουν μέτρα που
περιορίζουν το πλήγμα σε νοικοκυριά και
επιχειρήσεις από το αυξημένο ενεργειακό κόστος,
διαπιστώνει η Capital Economics. Και υπολογίζει
ότι ανάλογα με το πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος
και πόσο σοβαρές θα είναι οι «παρενέργειες», το
δημοσιονομικό κόστος για τις χώρες της Ε.Ε. θα
μπορούσε να είναι τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ.
Όπως σημειώνει η Capital
Economics (την έκθεση
παρουσιάζει το Money
Review), ο αντιπρόεδρος
της Κομισιόν Βάλντις
Ντομπρόβσκις, ανακοίνωσε
ότι λόγω των «έκτακτων
συνθηκών», η Επιτροπή
δεν θα απαιτήσει
συμμόρφωση με τους
κανόνες μείωσης του
χρέους το 2023. Αυτός ο
κανόνας, και άλλοι του
Συμφώνου Σταθερότητας,
επρόκειτο να τεθούν ξανά
σε ισχύ με κάποια μορφή
από το επόμενο έτος,
αφότου ανεστάλησαν στην
έναρξη της πανδημίας,
τον Μάρτιο του 2020.
Όμως, ο πόλεμος στην
Ουκρανία αλλάζει τη
στάση των κυβερνήσεων
απέναντι στις αμυντικές
δαπάνες. Η Γερμανία
ανακοίνωσε ότι θα
δημιουργήσει ειδικό
ταμείο έως 100 δισ.
ευρώ (2,8% του ΑΕΠ) για
να επενδύσει στον στρατό
της και θα αυξήσει τις
αμυντικές δαπάνες από το
1,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον
στο 2% από το 2024.
Άλλες χώρες πιθανότατα
θα ακολουθήσουν, εκτιμά
η Capital Economics. Και
υπολογίζει πως εάν οι
αυξημένες αμυντικές
δαπάνες δεν
αντισταθμιστούν από
περικοπές άλλων εξόδων,
τότε θα προσθέσουν κατά
μέσο όρο 0,5% του ΑΕΠ
στα ελλείμματα.
Από την άλλη, οι
επιπτώσεις του πολέμου
στην Ουκρανία οδηγούν
και σε πρόσθετες
κρατικές δαπάνες σε δύο
μέτωπα: Για την
αντιμετώπιση των ροών
των μεταναστών από την
Ουκρανία προς την Ε.Ε.
και για την προστασία
των νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων έναντι του
αυξημένου ενεργειακού
κόστους και του
ενδεχόμενου οικονομικού
πλήγματος από τις
κυρώσεις.
Στο προσφυγικό μέτωπο, η
Capital Economics
σημειώνει ότι οι
δημοσιονομικές
επιπτώσεις θα εξαρτηθούν
από τον αριθμό των
Ουκρανών που θα
καταφύγουν στην Ε.Ε. και
για πόσο καιρό. Παρότι
υπάρχει μεγάλη
αβεβαιότητα, οι
εκτιμήσεις του ΟΗΕ και της
Κομισιόν μιλούν για 4-7
εκατ. άτομα. Ξεκινώντας
τους υπολογισμούς της
από την προσφυγική κρίση
του 2015, η Capital
Economics σημειώνει ότι
η δημοσιονομική επίδραση
τότε, όταν η Γερμανία
δέχθηκε πάνω από 1 εκατ.
μετανάστες, ήταν περίπου
0,5% του ΑΕΠ της.
Η Γερμανία αποτελεί το
ένα τέταρτο της
ευρωπαϊκής οικονομίας,
επομένως υπολογίζοντας
για ολόκληρη την Ε.Ε.
αλλά και για μεγαλύτερο
αριθμό μεταναστών, η
Capital Economics
τοποθετεί το
δημοσιονομικό κόστος
γύρω στο 0,5-1% του ΑΕΠ
για το σύνολο της Ένωσης.
Σε ό,τι αφορά την αύξηση
του ενεργειακού κόστους,
τα μέτρα στήριξης των
κυβερνήσεων ως απάντηση
στην αύξηση της
χονδρικής τιμής του
φυσικού αερίου κατά 40
ευρώ ανά MWh από τον
Ιανουάριο έως τον
Οκτώβριο του 2021
αντιστοιχούσαν στο 0,4%
του ΑΕΠ κατά μέσο όρο.
Με τον πόλεμο στην
Ουκρανία να προκαλεί
αύξηση στις τιμές
περίπου 80 ευρώ ανά MWh,
το πρόσθετο
δημοσιονομικό κόστος
υπολογίζεται έως και στο
1% του ΑΕΠ. Η Capital
Economics τονίζει ότι θα
χρειαστούν μέτρα
στήριξης και για τις
βιομηχανίες, ακόμα και
εάν χρειαστεί να μπουν
περιορισμοί στην
κατανάλωση ρεύματος.
Όμως αυτό το κόστος
είναι δύσκολο να
υπολογιστεί.
Συνολικά, λοιπόν, οι
αναλυτές υπολογίζουν το
δημοσιονομικό κόστος του
πολέμου τουλάχιστον στο
2% του ΑΕΠ, κάτι που
όπως επισημαίνουν, η
Ευρώπη πιστεύει πως
είναι ένα τίμημα το
οποίο αξίζει να πληρώσει.
Μέσα σε αυτό το
περιβάλλον, θα είναι πιο
δύσκολο για την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα να μειώσει τις
αγορές ομολόγων της,
τονίζεται, με δεδομένο
ότι το δημοσιονομικό
κόστος του 2% του ΑΕΠ
συνεπάγεται επιπλέον
εκδόσεις ομολόγων 20 δισ.
ευρώ τον μήνα στην
Ευρωζώνη, που θα πρέπει
να βρουν αγοραστές.