|
Οι
αναλυτές εμφανίζονται
επιφυλακτικοί ως προς το
κατά πόσο αυτό το
πλαίσιο μπορεί πράγματι
να οδηγήσει σε συμφωνία,
υπενθυμίζοντας πως
προηγούμενες απόπειρες
τερματισμού του πολέμου
κατέρρευσαν λόγω της
επιμονής του
Putin
στην αναγνώριση των
εδαφών που η Ρωσία
δηλώνει ότι έχει
προσαρτήσει, χωρίς όμως
να τα ελέγχει πλήρως.
Η
Capital
Economics
υπογραμμίζει ότι ο
οικονομικός αντίκτυπος
οποιασδήποτε
ειρηνευτικής συμφωνίας
θα εξαρτηθεί από τις
τελικές λεπτομέρειες και
τον βαθμό στον οποίο
κάθε πλευρά ωφελείται.
Με τα διαθέσιμα
στοιχεία, το
προτεινόμενο σχέδιο
φαίνεται να αντανακλά σε
μεγάλο βαθμό τις
απαιτήσεις της Ρωσίας
και να μην ευνοεί την
Ουκρανία. Δεν είναι
τυχαίο ότι το
Institute
for
the
Study
of
War
χαρακτηρίζει το πλαίσιο
αυτό ως «πλήρη
συνθηκολόγηση» της
Ουκρανίας.
Αν
προχωρήσει μια τέτοια
συμφωνία, η κλίμακα της
ανοικοδόμησης της
Ουκρανίας θα είναι
πιθανώς μικρότερη από
ό,τι αρχικά αναμενόταν.
Οι ζημιές είναι
εκτενέστερες στα
ανατολικά, όπου η χώρα
ενδέχεται να παραχωρήσει
επιπλέον εδάφη, κάτι που
μειώνει το πεδίο των
έργων αποκατάστασης — τα
οποία η Παγκόσμια
Τράπεζα έχει υπολογίσει
στα 500 δισ. δολάρια.
Επιπλέον, η έλλειψη
επαρκών εγγυήσεων
ασφαλείας θα αποθαρρύνει
επενδύσεις, καθώς ο
κίνδυνος μιας νέας
ρωσικής επίθεσης θα
παραμένει υπαρκτός.
Αυτό θα
περιορίσει την έκταση
της οικονομικής
ανάκαμψης τόσο στην
Ουκρανία όσο και στις
ευρωπαϊκές χώρες που θα
μπορούσαν να
συμμετάσχουν ενεργά στη
διαδικασία
ανοικοδόμησης.
Παράλληλα, χωρίς ισχυρές
εγγυήσεις ασφάλειας,
είναι αμφίβολο ότι οι
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
θα μειώσουν τις
αυξημένες αμυντικές
δαπάνες τους, καθώς οι
ρωσικές υποσχέσεις για
μη επανάληψη επιθέσεων
δεν θεωρούνται
αξιόπιστες.
Από
ρωσικής πλευράς, μια
ειρήνη με ευνοϊκούς
όρους θα επέτρεπε στη
Μόσχα να περιορίσει τις
στρατιωτικές δαπάνες,
μειώνοντας τις
δημοσιονομικές και
πληθωριστικές πιέσεις.
Παρόλα αυτά, η
Capital
Economics
εκτιμά ότι η Ρωσία θα
παραμείνει σε υψηλό
επίπεδο
στρατιωτικοποίησης για
μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο βαθμός
άρσης των κυρώσεων θα
παίξει επίσης σημαντικό
ρόλο για τη ρωσική και
παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, η
Capital
Economics
σημειώνει ότι η χαλάρωση
των κυρώσεων δεν θα
επιφέρει μεγάλες
αλλαγές, καθώς τα
εμπορικά και επενδυτικά
δίκτυα έχουν ήδη
προσαρμοστεί στο νέο
περιβάλλον. Η άρση των
αμερικανικών περιορισμών
θα είχε περιορισμένη
επίδραση, δεδομένου ότι
το εμπόριο ΗΠΑ–Ρωσίας
ήταν μικρό. Μεγαλύτερο
όφελος θα είχε η Ρωσία
αν αποκτούσε εκ νέου
πρόσβαση στο διεθνές
δολαριακό σύστημα.
Αντιθέτως, η άρση
ευρωπαϊκών κυρώσεων θα
είχε σαφώς μεγαλύτερο
αντίκτυπο για τη Ρωσία,
δεδομένης της σύνδεσης
των ενεργειακών της
υποδομών με την
ευρωπαϊκή αγορά και του
γεγονότος ότι η Ευρώπη
ελέγχει σημαντικό μέρος
των παγωμένων ρωσικών
συναλλαγματικών
αποθεμάτων.
Ωστόσο,
οι ευρωπαϊκές
κυβερνήσεις πιθανότατα
θα εναντιωθούν σε μια
ειρηνευτική συμφωνία που
θεωρούν ότι ευνοεί
υπερβολικά τη Ρωσία.
Έτσι, παρότι κάποια
μέτρα ενδέχεται να
αρθούν, η στρατηγική της
ενεργειακής απεξάρτησης
από τη Μόσχα θα
παραμείνει ενεργή, καθώς
ο φόβος μελλοντικής
«οπλοποίησης» των
ενεργειακών ροών δεν
πρόκειται να εξαλειφθεί.
Συνεπώς,
σύμφωνα με την
Capital
Economics,
μια πιθανή ειρήνη δεν
αναμένεται να έχει
σημαντικές επιπτώσεις
στις τιμές της
ενέργειας.
|