|
1.Μείωση
κόστους και
κεφαλαιουχικών δαπανών (CAPEX).
Οι επιχειρήσεις
αποφεύγουν πολυετείς
δεσμεύσεις και υψηλά
έξοδα εγκατάστασης,
μεταφέροντας το βάρος
των υποδομών στους
εξειδικευμένους
παρόχους.
2.Ευελιξία
στον χώρο και στους
ανθρώπους. Τα σύγχρονα
μοντέλα εργασίας
απαιτούν αναπροσαρμογή
ανά τρίμηνο, όχι ανά
πενταετία. Τα
coworking
spaces
δίνουν τη δυνατότητα
γρήγορης κλιμάκωσης (upscaling/downscaling).
3.Βελτιωμένη
καθημερινή
παραγωγικότητα. Με ζώνες
εστιασμένης εργασίας (deep
work),
αίθουσες συσκέψεων
υψηλής τεχνολογίας και
εργονομικό περιβάλλον,
οι ομάδες λειτουργούν
καλύτερα σε σχέση με τα
παραδοσιακά γραφεία.
4.Ενίσχυση
της εργασιακής
εμπειρίας. Οι νέες
γενιές επαγγελματιών
αναζητούν καλά
αεριζόμενους χώρους,
φυσικό φως,
ιδιωτικότητα, κοινότητα
και
wellbeing.
Όλα αυτά δύσκολα
επιτυγχάνονται σε παλιές
κτιριακές δομές.
5.ESG
υποδομές και μειωμένο
ενεργειακό αποτύπωμα. Η
συγκέντρωση πολλαπλών
χρήσεων σε ένα ενιαίο
κτίριο αντί για δεκάδες
μικρά και ενεργοβόρα
γραφεία μειώνει συνολικά
το αποτύπωμα μιας
εταιρείας και
ευθυγραμμίζεται με τους
σύγχρονους
ESG
στόχους. Επιπλέον, τα
αποκεντρωμένα
hubs
σε επίπεδο γειτονιάς σε
αντίθεση με μια κεντρική
έδρα περιορίζουν
σημαντικά τις
μετακινήσεις των
εργαζομένων. Λιγότερα
ταξίδια σημαίνει
χαμηλότερο ανθρακικό
αποτύπωμα.
Η
αγορά που αλλάζει:
διεθνείς τάσεις με
ελληνικό αντίκτυπο
Σύμφωνα
με διεθνείς αναλύσεις, η
παγκόσμια αγορά
coworking
αναμένεται να ξεπεράσει
τα 36 δισ. δολάρια μέχρι
το 2030 με ετήσια
ανάπτυξη άνω του 14%. Το
64% των οργανισμών
λειτουργεί ήδη με
υβριδικό μοντέλο ενώ το
84% των εργαζομένων
δηλώνει ότι αποδίδει
καλύτερα όταν έχει
ελευθερία επιλογής
χώρου, στοιχεία που
συνδέονται με τις
σύγχρονες πρακτικές
συνεργασίας και την
ευελιξία. Σε πόλεις όπως
το 'Αμστερνταμ, η
Βαρκελώνη και το
Λονδίνο, τα
coworking
hubs
έχουν ενσωματωθεί στα
νέα
business
districts
προσελκύοντας
τεχνολογικές εταιρείες,
εκπαιδευτικούς
οργανισμούς και
startups
αλλά και πιο
παραδοσιακές
επιχειρήσεις που
αλλάζουν μοντέλο
λειτουργίας.
Η
Ελλάδα ακολουθεί με
ταχύτερο ρυθμό απ' ό,τι
αναμενόταν. Τα τελευταία
τρία χρόνια ο όγκος
coworking
τετραγωνικών στην Αττική
έχει αυξηθεί σημαντικά
ενώ το ενδιαφέρον
προέρχεται πλέον τόσο
από
technology
firms
και συμβουλευτικές όσο
και από διεθνικές που
εγκαθιστούν ομάδες στην
Αθήνα. Δύο παράγοντες
ενισχύουν την τάση, όπως
εκτιμά η
ViOS,
είναι η έλλειψη γραφείων
κατηγορίας Α στο κέντρο
της Αθήνας, με κενά σε
ιστορικά χαμηλά, και η
ανάγκη των επιχειρήσεων
να μειώσουν τα σταθερά
τους κόστη χωρίς να
θυσιάζουν την ποιότητα
του εργασιακού
περιβάλλοντος.
Tα
σύγχρονα
coworking
hubs
ενσωματώνουν πλέον
τεχνολογίες και υποδομές
που πριν από λίγα χρόνια
θεωρούνταν καινοτομία.
Σύμφωνα
με στοιχεία από τα
συνεργατικά κέντρα που
λειτουργεί η
ViOS,
η οποία είναι και ο
μοναδικός φορέας στην
Ελλάδα με πιστοποίηση
WELL,
τα νέα πρότυπα
περιλαμβάνουν διπλές
γραμμές συνδεσιμότητας,
εξελιγμένα συστήματα
καθαρισμού αέρα,
αίθουσες συσκέψεων με
δυνατότητες τεχνητής
νοημοσύνης, βιοφιλικό
σχεδιασμό, υπηρεσίες
ευεξίας, ενεργειακή
απόδοση κατηγορίας Α+
και υποδομές που
ακολουθούν τα πρότυπα
WELL
και
LEED.
Πρόκειται για χώρους που
δεν εξυπηρετούν μόνο τις
λειτουργικές απαιτήσεις
της εργασίας αλλά και
τις πραγματικές ανάγκες
των ανθρώπων και των
ομάδων που τους
χρησιμοποιούν. Η
ViOS
όπως αναφέρεται σε
σχετική ανακοίνωση,
καταγράφει υψηλή ζήτηση.
Τα τρία συνεργατικά της
κέντρα, δύο στο Μαρούσι
και ένα στο κέντρο της
Αθήνας, βρίσκονται
σήμερα σε πληρότητα που
υπερβαίνει το 98%. Στους
χώρους φιλοξενούνται
εταιρείες από κλάδους
όπως η φιλοξενία, η
κυβερνοασφάλεια, το
B2B
εμπόριο, τα
logistics,
η συμβουλευτική και οι
νομικές υπηρεσίες.
Την
τελευταία διετία οι
επενδύσεις ανήλθαν σε 8
εκατομμύρια ευρώ ενώ η
χρήση των διαφορετικών
ζωνών εργασίας αντανακλά
την ανάγκη για ευελιξία
και πολλαπλές μορφές
συνεργασίας. Το 2026 η
ViOS
επεκτείνεται με νέο χώρο
στο Νέο Ψυχικό στην
περιοχή Κατεχάκη ο
οποίος θα ξεκινήσει τη
λειτουργία του τον
Ιανουάριο. Παράλληλα, η
εταιρεία επενδύει σε
έξυπνα κτίρια με
αυτοματισμούς μειώνοντας
το ενεργειακό αποτύπωμα
των εγκαταστάσεων και
ενισχύοντας τη
βιωσιμότητα. Οι στόχοι
ESG
για την επόμενη χρονιά
περιλαμβάνουν επενδύσεις
σε επιλεγμένα κτίρια
ώστε να γίνουν πιο
ενεργειακά αποδοτικά, τη
διασφάλιση συνθηκών
εργασίας που θέτουν στο
επίκεντρο την ευημερία
εργαζομένων και μελών
καθώς και τη συνέχιση
μιας υπεύθυνης και
βιώσιμης εταιρικής
διακυβέρνησης.
|