Επιπλέον, παρόλο που
αρκετές κεντρικές
τράπεζες στην Ευρώπη
έχουν αφήσει να εννοηθεί
πως ενδέχεται να
προχωρήσουν σε μειώσεις
επιτοκίων, οι αποδόσεις
αναμένεται να
παραμείνουν σε υψηλότερα
επίπεδα συγκριτικά με
την εποχή των μηδενικών
ή ακόμη και αρνητικών
επιτοκίων. Αυτή η
εξέλιξη ενδέχεται να
δημιουργήσει πιέσεις
στον τραπεζικό δανεισμό,
ιδίως αν η οικονομική
ανάπτυξη επιβραδυνθεί
και καταγραφεί άνοδος
της ανεργίας – φαινόμενα
που συνήθως συνοδεύουν
περιόδους ύφεσης.
Παρόλο που η επίδραση
των αμερικανικών δασμών
στον τραπεζικό
ισολογισμό και στο CoR
παραμένει δύσκολο να
αποτιμηθεί με ακρίβεια,
ο οίκος DBRS θεωρεί ότι
οι περισσότερες τράπεζες
στην Ευρώπη διαθέτουν
ισχυρές κεφαλαιακές
βάσεις και επαρκή
περιθώρια ασφαλείας,
γεγονός που τις
θωρακίζει απέναντι στην
ανάγκη για μεγάλες νέες
προβλέψεις. Ως εκ
τούτου, δεν προβλέπονται
ριζικές μεταβολές στους
κινδύνους που αφορούν το
ενεργητικό ούτε
σημαντική αύξηση των
δανείων κατηγορίας
Σταδίου 2 κατά το τρέχον
έτος – παρότι μικρές
αυξήσεις έναντι του 2024
είναι ενδεχόμενες.
Η συγκεκριμένη ανάλυση
της DBRS βασίζεται σε
στοιχεία που συνέλεξε
από 50 τραπεζικούς
ομίλους που
δραστηριοποιούνται σε 15
ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ
των οποίων
συγκαταλέγονται η
Ελλάδα, η Ισπανία, η
Ιταλία, η Γαλλία, η
Γερμανία, η Ολλανδία, η
Αυστρία και το Ηνωμένο
Βασίλειο.
Κατά μέσο όρο, το κόστος
κινδύνου για το 2024
ανήλθε σε 31 μονάδες
βάσης (μ.β.), ποσοστό
ελαφρώς αυξημένο από τις
30 μ.β. του πρώτου
εξαμήνου του ίδιου
έτους, αλλά μειωμένο σε
σύγκριση με τις 39 μ.β.
του 2023 και τις 36 μ.β.
του 2022. Οι επιδόσεις
αυτές κινούνται αισθητά
κάτω από τα επίπεδα του
2020, όταν το CoR είχε
φθάσει τις 107 μ.β.
Η πλειονότητα των
τραπεζών κατέγραψε
σταθερό ή ακόμη και
χαμηλότερο CoR σε
σύγκριση με το
προηγούμενο έτος. Μόνο
σε τρεις αγορές – την
Αυστρία, το Βέλγιο και
το Ηνωμένο Βασίλειο –
διαπιστώθηκε αύξηση του
κόστους κινδύνου, η
οποία όμως παρέμεινε σε
περιορισμένα επίπεδα,
παραμένοντας εντός ή και
κάτω από τον μέσο όρο
των προηγούμενων ετών.
Σε αρκετές περιπτώσεις,
η σταθεροποίηση του
δείκτη CoR αποδίδεται
και στην αποδέσμευση
προηγούμενων προβλέψεων.
Η περιορισμένη αύξηση
που σημειώθηκε στο πρώτο
εξάμηνο του 2024 σε
ορισμένες περιπτώσεις,
σύμφωνα με τη DBRS,
σχετίζεται με το γεγονός
ότι το επίπεδο του
κόστους κινδύνου το 2023
είχε ήδη διαμορφωθεί σε
εξαιρετικά χαμηλά
επίπεδα. Σε σύγκριση με
το 2022, μόνο οι
τράπεζες της Ισπανίας
και της Γερμανίας
εμφάνισαν αισθητά
υψηλότερο μέσο CoR για
το 2024.
Οι τράπεζες από την
Ισπανία και την Ελλάδα
εξακολουθούν να
βρίσκονται στις
υψηλότερες θέσεις όσον
αφορά το κόστος
κινδύνου, με τη Γερμανία
να ακολουθεί. Για τις
ισπανικές τράπεζες, η
αυξημένη τιμή του δείκτη
CoR οφείλεται σε μεγάλο
βαθμό στη διεθνή
παρουσία των Banco
Santander και BBVA. Αν
εξαιρεθούν αυτές οι δύο
τράπεζες, οι υπόλοιπες
ισπανικές κατέγραψαν
βελτίωση των δεικτών
τους σε σχέση με το
2023. Όσον αφορά τη
Γερμανία, η επιδείνωση
του κόστους κινδύνου
αποδίδεται κυρίως στις
αυξημένες προβλέψεις της
DZ Bank για δάνεια
καταναλωτικής πίστης,
επιχειρηματικά
χαρτοφυλάκια και ακίνητα
εμπορικού χαρακτήρα.
Αντίθετα, στις
σκανδιναβικές χώρες –
όπως η Δανία, η Σουηδία
και η Φινλανδία – οι
τράπεζες ξεχώρισαν για
τις εξαιρετικά χαμηλές
επιδόσεις στον
συγκεκριμένο δείκτη.
Στην Ιρλανδία, το κόστος
κινδύνου υποχώρησε
περαιτέρω, κυρίως λόγω
της αποδέσμευσης
προβλέψεων, με την τάση
αυτή να αναμένεται να
συνεχιστεί και το 2025.
Παρόμοια εικόνα
παρουσιάζουν και οι
πορτογαλικές τράπεζες,
με χαρακτηριστικό
παράδειγμα την Caixa
Geral de Depósitos
(CGD).
Η DBRS υπογραμμίζει ότι
η μεγαλύτερη
αποκλιμάκωση του CoR σε
σύγκριση με το 2023
καταγράφηκε στην Ελλάδα,
την Ιρλανδία και την
Πορτογαλία. Στην
ελληνική αγορά, η
Τράπεζα Πειραιώς
ξεχώρισε για τη
σημαντική μείωση του
κόστους κινδύνου κατά 90
μ.β., παρά τις αυξημένες
προβλέψεις που εμφάνισε
στο δεύτερο εξάμηνο του
έτους. Η Alpha Bank,
παρότι στο πρώτο εξάμηνο
του 2024 παρουσίασε
προσωρινή άνοδο του CoR
λόγω πώλησης
προβληματικών δανείων,
κατόρθωσε στο σύνολο του
έτους να καταγράψει
χαμηλότερο ετήσιο δείκτη
συγκριτικά με το 2023,
κυρίως χάρη στην
ενίσχυση των νέων
χορηγήσεων.