Σημαντική
ευκαιρία ανάπτυξης για τις ελληνικές τράπεζες
βλέπει ο οίκος αξιολόγησης DBRS, σημειώνοντας
ωστόσο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί πηγή
αβεβαιότητας. Αν και η άμεση έκθεση των
ελληνικών τραπεζών στη Ρωσία και την Ουκρανία
είναι περιορισμένη, δεν μπορεί να αποκλειστεί το
ενδεχόμενο αρνητικών επιπτώσεων λόγω του
αντίκτυπου του πολέμου στο συνολικό
μακροοικονομικό περιβάλλον, όπως σημειώνει.
Κοιτάζοντας τα
οικονομικά αποτελέσματα
που ολοκληρώθηκαν πριν
μερικές ημέρες, η DBRS (την
έκθεση παρουσιάζει το
capital.gr) επισημαίνει
πως οι ζημίες που
σημείωσαν οι τέσσερις
ελληνικές συστημικές
τράπεζες στα
αποτελέσματα του 2021
οφείλονταν κατά κύριο
λόγο στην επιταχυνόμενη
μείωση του κινδύνου από
τους ισολογισμούς τους
που ανοίγει τον δρόμο
στον κλάδο ώστε να
επωφεληθεί από τις
μελλοντικές ευκαιρίες
ανάπτυξης. Ωστόσο, οι
γεωπολιτικές εντάσεις
που προκύπτουν από την
εισβολή της Ρωσίας στην
Ουκρανία προσθέτουν
αβεβαιότητα στις
μελλοντικές προοπτικές.
Όπως αναφέρει ο οίκος ο
οποίος την Παρασκευή αναβάθμισε
την Ελλάδα μόλις μία
βαθμίδα μακριά από το
investment grade, οι
ελληνικές τράπεζες
σημείωσαν συνολικές
καθαρές ζημίες 4,7 δισ.
ευρώ το 2021, σε
σύγκριση με ζημίες 1,7
δισ. ευρώ το 2020 και
καθαρά κέρδη περίπου 0,2
δισ. ευρώ το 2019. Οι
πρόσφατες επιδόσεις
επηρεάστηκαν κυρίως από
τα χαμηλότερα έσοδα και
τις σημαντικές
προβλέψεις για ζημίες
δανείων ( LLPs), καθώς
και τα κόστη
αναδιάρθρωσης και τις
απομειώσεις.
Τα έσοδα επηρεάστηκαν
από διάφορους παράγοντες,
όπως οι αυξανόμενοι, αν
και ακόμη υποτονικοί,
νέοι όγκοι δανεισμού,
καθώς και η μείωση του
κινδύνου και η χαμηλή
διαφοροποίηση. Ενώ η
Ελλάδα θα ωφεληθεί το
περισσότερο από τα
κεφάλαια του RRF σε
σχέση με το μέγεθος της
οικονομίας, η DBRS
αναμένει πως τα καθαρά
έσοδα από τόκους (ΝΙΙ)
των τραπεζών θα
παραμείνουν υπό πίεση το
2022, καθώς ο θετικός
αντίκτυπος της
πιστωτικής επέκτασης
είναι απίθανο να
αντισταθµίσει τη μείωση
του ΝΙΙ μετά το
de-risking των
χαρτοφυλακίων δανείων,
την αφαίρεση των ειδικών
όρων που σχετίζονται με
το πρόγραμμα TLTRO 3 από
τον Ιούλιο του 2022 και
το υψηλότερο κόστος
έκδοσης χρέους. Επομένως,
λαμβάνοντας υπόψη την
πίεση που αναμένεται στα
καθαρά έσοδα από τόκους,
όπως σημειώνει η DBRS,
οι ελληνικές τράπεζες θα
πρέπει να επικεντρωθούν
περισσότερο στη
διοχέτευση των
πλεονάζοντων καταθέσεων
προς επιχειρήσεις που
βασίζονται στα έσοδα από
προμήθειες για να
βελτιώσουν τη
διαφοροποίηση των εσόδων.
Οι προβλέψεις για ζημιές
δανείων και το κόστος
κινδύνου αυξήθηκαν
σημαντικά το 2021 λόγω
της επιταχυνόμενου
de-risking, τονίζει ο
οίκος προσθέτοντας πως
οι ελληνικές τράπεζες
έχουν πραγματοποιήσει
τεράστια μείωση κινδύνου
τα τελευταία χρόνια εν
μέσω μιας σημαντικά
χαμηλότερης από ό,τι
αρχικά αναμενόταν,
επιδείνωσης της
ποιότητας των
περιουσιακών στοιχείων
λόγω της COVID-19.
Οποιαδήποτε αύξηση στις
εισροές νέων μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων (NPE) θα
πρέπει να παραμείνει
διαχειρίσιμη κατά την
άποψη του οίκου, καθώς
το de-risking είναι
πιθανό να συνεχιστεί και
η κεφαλαιοποίηση θα
υποστηριχθεί από τη
βελτιωμένη εσωτερική
παραγωγή κεφαλαίου και
τους "καθαρισμένους" από
το ρίσκο ισολογισμούς.
Αυτό θα επιτρέψει στις
ελληνικές τράπεζες
σταδιακά να συγκλίνουν
σε προφίλ ποιότητας του
ενεργητικού με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως
τονίζει η DBRS. Όπως
αναφέρει, στο τέλος του
2021, ο μέσος δείκτης
CET1, fully loaded, ήταν
12%, από 13,6% στο τέλος
του 2019. Ωστόσο, το
μέσο μαξιλάρι CET1 πάνω
από την ελάχιστη
απαίτηση ξεπέρασε τις
250 μ.β στο τέλος του
2021, εξαιρουμένου του
καθεστώτος ευελιξίας της
ΕΚΤ σχετικά με τους
δείκτες κεφαλαίου που θα
λήξει το 2023.
Σύμφωνα με την DBRS, το
κόστος του κινδύνου
αναμένεται να μειωθεί
στο μέλλον, λαμβάνοντας
υπόψη τα βελτιωμένα
προφίλ κινδύνου των
ελληνικών τραπεζών και
με την προϋπόθεση ότι οι
νέες εισροές NPE από την
πανδημία παραμένουν υπό
έλεγχο. Ενώ η άμεση
έκθεση των ελληνικών
τραπεζών στη Ρωσία και
την Ουκρανία είναι
περιορισμένη, οι
γεωπολιτικές εντάσεις
ωστόσο προσθέτουν πιθανό
κίνδυνο για επιδείνωση
της ποιότητας των
περιουσιακών στοιχείων
και την ανάγκη για
υψηλότερες προβλέψεις
για ζημίες δανείων
μεσομακροπρόθεσμα, εάν η
αύξηση της τιμής της
ενέργειας και ο
πληθωρισμός επηρεάσουν
την οικονομική ανάπτυξη,
όπως τονίζει ο οίκος.