|
Η
Deutsche
Bank
σημειώνει ότι οι
επενδυτές που διακρατούν
μετοχές για 25 χρόνια
έχουν μόλις 0,8%
πιθανότητα να
καταγράψουν ονομαστικές
απώλειες — δηλαδή
λιγότερα χρήματα από
ό,τι αν τα κρατούσαν
εκτός αγοράς. Σε
πραγματικούς όρους
(λαμβάνοντας υπόψη τον
πληθωρισμό), η
πιθανότητα αυτή
ανεβαίνει στο 7,5%, αλλά
παραμένει μικρή.
Αντίθετα, σε ορίζοντα
10ετίας, η πιθανότητα
απωλειών αυξάνεται στο
6,3%, και στη 5ετία
φθάνει στο 13,6%. Αυτό
δείχνει πως η
μακροπρόθεσμη επένδυση
αποτελεί την ασφαλέστερη
στρατηγική, ενώ οι
βραχυπρόθεσμες κινήσεις
ενέχουν σαφώς μεγαλύτερο
ρίσκο.
Η
τράπεζα εντοπίζει δύο
αγορές που εξακολουθούν
να βιώνουν πτώση
διάρκειας άνω των 25
ετών: την Ελλάδα και την
Κένυα. Στην περίπτωση
της Ελλάδας, το
Χρηματιστήριο παραμένει
πολύ χαμηλότερα από τα
επίπεδα του 1999, παρά
την οικονομική ανάκαμψη
των τελευταίων ετών.
Ιστορικά, οι πιο
σταθερές αγορές —όπως η
Σουηδία και οι ΗΠΑ—
προσέφεραν τις
υψηλότερες αποδόσεις, με
7,5% και 7,2% ετησίως
αντίστοιχα. Στα ομόλογα,
πρωταθλήτρια
αποδεικνύεται η Δανία
(3,5%), ενώ η Ιταλία
ξεχωρίζει αρνητικά, με
μόλις 2,5% στις μετοχές
και -1,1% στα ομόλογα
την τελευταία
εκατονταετία, αν και τα
τελευταία πέντε χρόνια
έχει παρουσιάσει
αξιοσημείωτη αναστροφή.
Ο
χρυσός, αν και υστερεί
διαχρονικά έναντι των
επενδύσεων που παράγουν
εισόδημα (μερίσματα ή
κουπόνια), έχει
υπεραποδώσει από το
2000, με μέση ετήσια
άνοδο 7,45%, ξεπερνώντας
τις μετοχές σε ΗΠΑ,
Γερμανία και Ηνωμένο
Βασίλειο σε πραγματικούς
όρους.
Συνολικά, η
Deutsche
Bank
υπογραμμίζει ότι σε
βάθος 25ετίας, οι
μετοχές αποτελούν την
πιο αξιόπιστη επιλογή
για δημιουργία πλούτου.
Ιστορικά, ένα
ισορροπημένο
χαρτοφυλάκιο 60/40
(μετοχές/ομόλογα) έχει
μόλις 0,1% πιθανότητα
ονομαστικών ζημιών —
ουσιαστικά, η επένδυση
στον χρόνο αποδεικνύεται
η καλύτερη άμυνα
απέναντι στο ρίσκο.




|