|
Ενδεικτικά, η Ε.Ε.
επιβαρύνθηκε με 20%, η
Ιαπωνία με 24% και η
Κίνα με 34% — πέραν του
ήδη υφιστάμενου βασικού
δασμού 20%. Η ανακοίνωση
αυτή προκάλεσε μαζικές
ρευστοποιήσεις, καθώς οι
επενδυτές
επαναξιολόγησαν τον
κίνδυνο ύφεσης στις ΗΠΑ
αλλά και την πιθανότητα
παγκόσμιας οικονομικής
επιβράδυνσης. Ο δείκτης
S&P 500 κατέγραψε πτώση
άνω του 10% εντός δύο
ημερών — την πέμπτη
μεγαλύτερη διήμερη πτώση
από τον Β' Παγκόσμιο
Πόλεμο — συγκρίσιμη μόνο
με γεγονότα όπως η
«Μαύρη Δευτέρα» του
1987, η κορύφωση της
χρηματοπιστωτικής κρίσης
και η απαρχή της
πανδημίας.
Στη
συνέχεια, παρατηρήθηκαν
ισχυρές πιέσεις και στην
αγορά ομολόγων. Η
απόδοση του 30ετούς
κρατικού ομολόγου των
ΗΠΑ από 4,41% στις 4
Απριλίου, αυξήθηκε κατά
21 μονάδες βάσης τη
Δευτέρα και κατά ακόμη
15 μονάδες την Τρίτη. Το
πρωί της 9ης Απριλίου,
άγγιξε πρόσκαιρα το 5%.
Απαντώντας στην
αναταραχή, ο Πρόεδρος
Τραμπ ανακοίνωσε 90ήμερη
αναστολή των δασμών για
τις χώρες που δεν είχαν
ανταποδώσει, γεγονός που
πυροδότησε ισχυρή
ανοδική αντίδραση στις
αγορές. Ο S&P 500
σημείωσε άνοδο 9,52% —
την υψηλότερη ημερήσια
επίδοση από τον Οκτώβριο
του 2008 — ενώ οι
αποδόσεις στα
μακροπρόθεσμα ομόλογα
σταθεροποιήθηκαν.
Ανησυχίες για ύφεση,
αλλά και ενδείξεις
σταθερότητας
Παρότι η
αναστολή των δασμών
έφερε προσωρινή
ανακούφιση, οι ανησυχίες
για πιθανή ύφεση στις
ΗΠΑ παρέμειναν έντονες.
Ωστόσο, αυτές οι
ανησυχίες άρχισαν να
υποχωρούν στις αρχές
Μαΐου. Η έκθεση
απασχόλησης για τον
Απρίλιο, που
δημοσιεύθηκε στις 2
Μαΐου, έδειξε δημιουργία
177.000 νέων θέσεων
εργασίας — δεδομένα που
κάλυπταν την περίοδο
μετά την αποκαλούμενη
«Ημέρα της
Απελευθέρωσης» (ημέρα
ανακοίνωσης των δασμών)
— διαβεβαιώνοντας τους
επενδυτές ότι η
αμερικανική οικονομία
δεν επιβραδύνει απότομα.
Στις 12
Μαΐου, ΗΠΑ και Κίνα
συμφώνησαν σε μείωση των
δασμών για περίοδο 90
ημερών, με τους
αμερικανικούς δασμούς
προς την Κίνα να
περιορίζονται από 145%
σε 30%. Η εξέλιξη αυτή
αποτέλεσε θετική
έκπληξη, ιδίως σε σχέση
με προηγούμενες δηλώσεις
Τραμπ που έκαναν λόγο
για δασμούς 80% ή 60%
στο πλαίσιο της
προεκλογικής του
εκστρατείας.
Συνεχιζόμενες εμπορικές
εντάσεις
Παρά τις
στιγμές ηρεμίας, το
ζήτημα του διεθνούς
εμπορίου παρέμεινε στο
επίκεντρο. Στις 23
Μαΐου, ο Τραμπ πρότεινε
την άμεση επιβολή δασμών
50% στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, με εφαρμογή από
την 1η Ιουνίου — απόφαση
που τελικά παρατάθηκε
έως τις 9 Ιουλίου.
Λίγες
ημέρες αργότερα, το
Δικαστήριο Διεθνούς
Εμπορίου των ΗΠΑ
αποφάνθηκε ότι η
κυβέρνηση Τραμπ δεν
διέθετε την αρμοδιότητα
να επιβάλει την
πλειονότητα των δασμών
που είχε ανακοινώσει. Αν
και η απόφαση έδωσε
προσωρινή ώθηση στις
αγορές, η θετική
επίδραση εξανεμίστηκε
όταν έγινε γνωστό ότι η
κυβέρνηση θα εφεσιβάλει
την απόφαση και ότι έχει
εναλλακτικούς
μηχανισμούς επιβολής
μέτρων. Ένας
ομοσπονδιακός δικαστής
αποφάσισε προσωρινή
παράταση στην ισχύ των
δασμών, που τελικά
παραμένουν ενεργοί.
Επιπλέον, οι σχέσεις με
την Κίνα επιδεινώθηκαν
εκ νέου, όταν στις 30
Μαΐου ο Τραμπ ανέφερε
ότι το Πεκίνο «παραβίασε
πλήρως τη συμφωνία μας».
Παρά τις εντάσεις, οι
εμπορικές συνομιλίες
συνεχίστηκαν στο Λονδίνο
και οδήγησαν σε συμφωνία
για χαλάρωση των
περιορισμών στις
εξαγωγές.
Γεωπολιτικές εξελίξεις
Εκτός
του εμπορίου, ο Ιούνιος
σημαδεύτηκε από έντονη
γεωπολιτική ένταση, όταν
το Ισραήλ προχώρησε σε
αεροπορικές επιδρομές
κατά πυρηνικών και
στρατιωτικών στόχων στο
Ιράν, όπως επισημαίνει η
Deutsche Bank. Το
γεγονός αυτό προκάλεσε
άλμα στην τιμή του
πετρελαίου, με το Brent
να ενισχύεται κατά 7,02%
στις 13 Ιουνίου — τη
μεγαλύτερη ημερήσια
άνοδο από το 2022.
Οι
ανησυχίες για
γενικευμένη περιφερειακή
σύγκρουση και πιθανή
εμπλοκή των ΗΠΑ
εντάθηκαν, καθώς οι ΗΠΑ
πραγματοποίησαν δικές
τους επιθέσεις σε
ιρανικές πυρηνικές
εγκαταστάσεις. Το Ιράν
απάντησε εκτοξεύοντας
πυραύλους σε αμερικανική
βάση στο Κατάρ, ωστόσο ο
Τραμπ ανέφερε ότι υπήρξε
προειδοποίηση εκ μέρους
του Ιράν, αποτρέποντας
περαιτέρω κλιμάκωση.
Τελικώς, οι δύο πλευρές
κατέληξαν σε συμφωνία
κατάπαυσης του πυρός, με
αποτέλεσμα να
αποκλιμακωθούν οι τιμές
πετρελαίου.
Δημοσιονομικές πιέσεις
στις ΗΠΑ
Ένα
ακόμη σημαντικό ζήτημα
του τριμήνου ήταν η
επιδείνωση της
δημοσιονομικής εικόνας
των ΗΠΑ. Η Moody’s
προχώρησε σε υποβάθμιση
της πιστοληπτικής
ικανότητας της χώρας από
Aaa σε Aa1, εντείνοντας
τους προβληματισμούς για
την πορεία των
ελλειμμάτων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση
Τραμπ επιχείρησε να
περάσει νέο φορολογικό
νομοσχέδιο, που
επεκτείνει τις
φοροελαφρύνσεις της
πρώτης του θητείας. Το
νομοσχέδιο εγκρίθηκε
οριακά στη Βουλή με 215
ψήφους υπέρ έναντι 214
κατά, ενώ έως το τέλος
του τριμήνου βρισκόταν
ακόμη υπό επεξεργασία
στο Κογκρέσο.
Ως
αποτέλεσμα, οι αποδόσεις
των μακροπρόθεσμων
κρατικών ομολόγων
αυξήθηκαν, με το 30ετές
να ενισχύεται κατά 20,4
μονάδες βάσης και να
διαμορφώνεται στο 4,77%,
ενώ ενδοημερώς στις 22
Μαΐου έφτασε στο υψηλό
5,15%.
Η
οικονομική ανθεκτικότητα
στήριξε τις αγορές
Παρά το
κλίμα αβεβαιότητας, η
Deutsche Bank
επισημαίνει ότι τα
θεμελιώδη
μακροοικονομικά μεγέθη
παρέμειναν σταθερά,
παρέχοντας στήριξη στις
αγορές. Δεν υπήρξαν
ενδείξεις σοβαρής
επιδείνωσης στην
οικονομική δραστηριότητα
ούτε στις ΗΠΑ ούτε
διεθνώς, εξαιτίας των
εμπορικών μέτρων.
Τα
προκαταρκτικά στοιχεία
PMI του Ιουνίου
διατηρήθηκαν σε επίπεδα
επέκτασης, με τον
σύνθετο δείκτη PMI των
ΗΠΑ στο 52,8 και της
Ευρωζώνης στο 50,2.
Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η
ανθεκτικότητα ήταν
εμφανής, καθώς ο δείκτης
επιχειρηματικού κλίματος
Ifo της Γερμανίας
κατέγραψε το υψηλότερο
επίπεδο για το έτος τον
Ιούνιο.
Παράλληλα, δεν
παρατηρήθηκε σημαντική
άνοδος του πληθωρισμού
λόγω των δασμών, αφού οι
μηνιαίοι δείκτες τιμών
καταναλωτή (CPI) στις
ΗΠΑ για Απρίλιο και Μάιο
υπολείπονταν των
προβλέψεων.
Αυτό
ενίσχυσε τις προσδοκίες
για πιθανές μειώσεις
επιτοκίων αργότερα μέσα
στο έτος, με τα
συμβόλαια futures να
ενσωματώνουν προσδοκίες
μείωσης κατά 67 μονάδες
βάσης έως τη συνεδρίαση
της Fed τον Δεκέμβριο.


|