|
Ανάλυση
της ΕΚΤ, του
Πανεπιστημίου της
Οξφόρδης και του
LSE
καταδεικνύει ότι η
υπερβολική ή ελάχιστη
ποσότητα νερού, καθώς
και η ρύπανση του νερού,
αποτελούν τους πιο
επείγοντες κινδύνους για
την οικονομική παραγωγή
στην Ευρωζώνη.
Παράλληλα, ασφαλιστικές
όπως η
Munich
Re
και η
Swiss
Re
καταγράφουν αύξηση
ζημιών από φυσικές
καταστροφές, με ετήσιο
κόστος που έχει σχεδόν
τριπλασιαστεί τις
τελευταίες δεκαετίες.
Ο
Elderson
επισήμανε ότι η επίτευξη
του ενδιάμεσου στόχου
της ΕΕ για μείωση των
εκπομπών κατά 55% ως το
2030 απαιτεί περίπου
1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ
επενδύσεων ετησίως,
δημιουργώντας σημαντικές
επιχειρηματικές
ευκαιρίες για τις
τράπεζες να στηρίξουν
πελάτες στη μετάβαση σε
χαμηλούς ρύπους. Η
ζήτηση για δάνεια σε
πράσινες και μεταβατικές
επιχειρήσεις αυξάνεται,
υπογραμμίζοντας τη
σημασία της
χρηματοδότησης
μετάβασης.
Ο
αντιπρόεδρος της ΕΚΤ
τόνισε τα βήματα των
ευρωπαϊκών τραπεζών στην
αξιολόγηση των κινδύνων
που σχετίζονται με το
κλίμα, αλλά και την
ανάγκη να αξιοποιήσουν
επιχειρηματικές
ευκαιρίες από την
πράσινη μετάβαση. «Η
στενή συνεργασία μεταξύ
εταιρειών και τραπεζών
είναι ουσιαστικός μοχλός
απαλλαγής από τον
άνθρακα. Η χρηματοδότηση
μετάβασης αποτελεί σαφή
επιχειρηματική
ευκαιρία», είπε.
Η
εποπτεία επικεντρώνεται
στο να διασφαλιστεί ότι
οι τράπεζες
διαχειρίζονται σωστά
τους κινδύνους, οι
οποίοι γίνονται ολοένα
πιο άμεσοι για τη
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα και την
οικονομική ανάπτυξη. Η
κατάλληλη αρχιτεκτονική
δεδομένων και
πληροφοριών επιτρέπει
στις τράπεζες να
υποστηρίζουν πελάτες που
βρίσκονται σε μετάβαση,
π.χ. μέσω εταιρικών
συμφωνιών αγοράς
ενέργειας για έργα ΑΠΕ,
ή παρέχοντας
συμβουλευτικές υπηρεσίες
για διαδρομές
απεξάρτησης από τον
άνθρακα, διαφοροποιώντας
τις ροές εσόδων τους.
Η αγορά
βιώσιμης χρηματοδότησης
σημείωσε σημαντική
ανάπτυξη: τα υπό
διαχείριση περιουσιακά
στοιχεία σε
sustainable
funds
αυξήθηκαν κατά 80%
μεταξύ 2020-2024, ενώ τα
sustainable
bonds
τριπλασιάστηκαν μεταξύ
2019-2024, με τις
ευρωπαϊκές τράπεζες να
αναδεικνύονται σε
ηγέτες.
Από την
Υιοθέτηση της Συμφωνίας
του Παρισιού το 2016, οι
ΑΠΕ αυξήθηκαν κατά 140%
και οι επενδύσεις σε
καθαρή ενέργεια κατά
80%, ενώ οι εκπομπές
στην Ευρώπη μειώθηκαν
κατά 40% σε σχέση με το
1990. Σύμφωνα με έκθεση
της
PwC,
από τις 4.000 εταιρείες
με δεσμεύσεις για το
κλίμα, το 47% τις τηρεί,
το 37% έγινε πιο
φιλόδοξο και μόνο το 16%
μείωσε παραγωγική
ικανότητα.
Πέρσι
προστέθηκαν 585 γιγαβάτ
νέας δυναμικότητας ΑΠΕ –
αύξηση σχεδόν 20% – με
το 91% των νέων έργων να
είναι οικονομικά πιο
αποδοτικά από λύσεις
βασισμένες σε ορυκτά
καύσιμα. Ο
Elderson
τόνισε ότι η μετάβαση
κινείται από εποχή «greenwashing»
σε εποχή «greenhushing»,
δηλαδή πραγματική
πρόοδος στην απαλλαγή
από τον άνθρακα χωρίς
θόρυβο.
|