|
Το
διάταγμα, που υπεγράφη
στις 15 Αυγούστου 2025,
εισάγει αυστηρούς όρους
για τους ξένους μετόχους
προκειμένου να
επανακτήσουν τα μερίδιά
τους.
Η
αποχώρηση της ExxonMobil
Το
Sakhalin-1, που
βρίσκεται στα ανοικτά
του νησιού Σαχαλίνη στη
ρωσική Άπω Ανατολή,
αποτελεί ένα από τα
μεγαλύτερα ενεργειακά
projects της περιοχής. Η
ExxonMobil κατείχε το
30% και τον ρόλο του
διαχειριστή πριν
αποχωρήσει το 2022,
επικαλούμενη ανωτέρα βία
λόγω των κυρώσεων που
επέβαλε η Δύση μετά την
ουκρανική κρίση. Η
έξοδος αυτή οδήγησε σε
ζημία 4,6 δισ. δολαρίων.
Σε
απάντηση, ο Πούτιν
υπέγραψε διάταγμα τον
Οκτώβριο του 2022 με το
οποίο το έργο πέρασε υπό
τον έλεγχο νέας
εταιρείας, θυγατρικής
της κρατικής Rosneft, με
την ονομασία
Sakhalinmorneftegaz-shelf.
Ενώ η ExxonMobil
αποχώρησε πλήρως, οι
υπόλοιποι εταίροι –η
ινδική ONGC Videsh (20%)
και η ιαπωνική SODECO
(30%)– διατήρησαν τις
συμμετοχές τους. Η
Rosneft κρατά το
υπόλοιπο 20%.
Το
μερίδιο της ExxonMobil
παρέμεινε μετέωρο, με
διάταγμα του Δεκεμβρίου
2024 να παρατείνει την
περίοδο εκποίησης έως το
2026. Το νέο διάταγμα
στηρίζεται σε αυτό το
πλαίσιο, δίνοντας στο
ρωσικό κράτος τη
δυνατότητα να επαναφέρει
δικαιώματα ξένων
επενδυτών υπό
συγκεκριμένες
προϋποθέσεις.
Οι όροι
του νέου διατάγματος
Σύμφωνα
με το
energynewsbeat.co,
το διάταγμα απαιτεί από
τους ξένους μετόχους:
να
υποστηρίξουν ενεργά την
άρση των δυτικών
κυρώσεων στο έργο,
να
συνάψουν συμβάσεις για
κρίσιμο εξοπλισμό που
παράγεται στο εξωτερικό,
να
διαθέσουν τα αναγκαία
κεφάλαια σε λογαριασμούς
του έργου.
Παρότι η
ExxonMobil δεν
αναφέρεται ρητά, το
κείμενο φαίνεται να
αφορά κυρίως εκείνη,
καθώς βρίσκεται σε
διαιτητικές διαδικασίες
με τη Ρωσία για την
απώλεια περιουσιακών
στοιχείων. Ωστόσο, η
πιθανότητα επιστροφής
της εταιρείας παραμένει
περίπλοκη, αφού οι
αμερικανικές και
ευρωπαϊκές κυρώσεις
εξακολουθούν να ισχύουν.
Ενδεχόμενη επάνοδος θα
απαιτούσε εξαιρέσεις ή
ακόμα και ευρύτερη άρση
περιορισμών, κάτι που θα
αποτελέσει αντικείμενο
διπλωματικών συζητήσεων.
Παραγωγή
και έσοδα
Το έργο
Sakhalin-1 περιλαμβάνει
τα κοιτάσματα Chayvo,
Odoptu και Arkutun-Dagi
στη Θάλασσα του Okhotsk,
με εκτιμώμενα αποθέματα
2,3 δισ. βαρελιών
πετρελαίου και 485 δισ.
κυβικών μέτρων φυσικού
αερίου. Πριν από την
αποχώρηση της Exxon, το
2021, η παραγωγή
ανερχόταν σε 220.000
βαρέλια ημερησίως.
Μετά την
κήρυξη ανωτέρας βίας, η
παραγωγή κατέρρευσε στα
10.000 βαρέλια/ημέρα στα
μέσα του 2022, αλλά υπό
τον νέο ρωσικό
διαχειριστή ανέκαμψε
πλήρως τον Ιανουάριο του
2023, επιστρέφοντας σε
προ κρίσης επίπεδα. Το
2024 σημειώθηκε πτώση
περίπου 9,8%, με την
παραγωγή να
διαμορφώνεται κοντά στα
198.000 βαρέλια/ημέρα.
Αν και
τα έσοδα δεν
δημοσιοποιούνται πλέον
με διαφάνεια, τα
ιστορικά στοιχεία
δείχνουν ότι το 2018 το
έργο παρήγαγε 11,63
εκατ. τόνους πετρελαίου
και 2,48 δισ. κυβικά
μέτρα αερίου,
αποφέροντας
δισεκατομμύρια. Με βάση
τις σημερινές τιμές (~80
δολ./βαρέλι), η παραγωγή
200.000 bpd μπορεί να
αποφέρει πάνω από 5,8
δισ. δολάρια ετησίως.
Για το
2025 αναμένεται
σταθεροποίηση, με
προσωρινές διακοπές λόγω
συντήρησης. Η επιστροφή
της ExxonMobil θα
μπορούσε να βελτιώσει
αποδοτικότητα και
παραγωγή, δεδομένου του
ιστορικού της ρόλου ως
διαχειριστή.
Επιπτώσεις στον
ενεργειακό τομέα
Η πιθανή
επιστροφή της ExxonMobil
θα άνοιγε τον δρόμο για
μεγαλύτερη εμπλοκή
δυτικών επενδύσεων στα
ρωσικά ενεργειακά έργα,
συμβάλλοντας στη
σταθεροποίηση της
παγκόσμιας προσφοράς
πετρελαίου σε περίοδο
έντονης μεταβλητότητας
τιμών. Παράλληλα,
παραμένουν εμπόδια όπως
η συμμόρφωση με τις
κυρώσεις και οι
εκκρεμείς δικαστικές
διαδικασίες.
Προς το
παρόν, το διάταγμα
λειτουργεί ως
«μισάνοιχτη πόρτα». Η
επανεγκατάσταση της
Exxon στη Ρωσία θα
εξαρτηθεί από τις
εξελίξεις στις
διαπραγματεύσεις και τις
ευρύτερες γεωπολιτικές
ισορροπίες. Για την
κυβέρνηση Τραμπ, η
στρατηγική της
Ενεργειακής Κυριαρχίας
περιλαμβάνει τον
ενεργειακό τομέα και τις
υπηρεσίες πετρελαϊκών
κοιτασμάτων ως κορυφαίες
προτεραιότητες –
στοιχείο που θα μπορούσε
να ενισχύσει και τους
περιορισμένους ρωσικούς
πόρους στον τομέα
πετρελαίου και φυσικού
αερίου.
|