|
Την ίδια
ώρα, οι δημοσκοπήσεις
δείχνουν ότι η ακροδεξιά
Εναλλακτική για τη
Γερμανία (AfD)
καταγράφει ποσοστά
ανάλογα με εκείνα των
Χριστιανοδημοκρατών του
Merz.
Αν διεξάγονταν νέες
εκλογές άμεσα, υπάρχει η
πιθανότητα το
AfD
να αναδεικνυόταν πρώτο
κόμμα, παρά το γεγονός
ότι η εγχώρια υπηρεσία
πληροφοριών το έχει
χαρακτηρίσει επίσημα ως
εξτρεμιστικό.
Η
σημαντικότερη ήττα του
Merz
σημειώθηκε την Τρίτη,
όταν απέτυχε να
εξασφαλίσει την
απαιτούμενη υποστήριξη
από τον κυβερνητικό του
συνασπισμό κατά την
πρώτη ψηφοφορία για την
ανάδειξη του
καγκελάριου. Δεκαοκτώ
βουλευτές του
συνασπισμού του δεν τον
ψήφισαν, ένα γεγονός
πρωτοφανές για τη
μεταπολεμική Γερμανία.
Αν και εξελέγη τελικά
στην επαναληπτική
ψηφοφορία λίγες ώρες
αργότερα, το πλήγμα στο
κύρος του ήταν σαφές.
Οι
βασικές προκλήσεις του
Merz
Ως νέος
καγκελάριος, ο
Merz
καλείται να αποδείξει
τόσο στην Ευρώπη όσο και
στη διεθνή κοινότητα ότι
η Γερμανία είναι έτοιμη
να επανακτήσει τον
ηγετικό της ρόλο, τον
οποίο είχε χάσει μετά
την αποχώρηση της
Angela
Merkel.
Παράλληλα, πρέπει να
πείσει τον γερμανικό λαό
—ο οποίος δείχνει κόπωση
και απογοήτευση από το
πολιτικό σύστημα— ότι τα
παραδοσιακά κόμματα της
κυβέρνησής του είναι
ικανά να εφαρμόσουν
ουσιαστικές
μεταρρυθμίσεις.
Η αρχική
αποτυχία στην ψηφοφορία
εντείνει τις δυσκολίες
και στα δύο αυτά μέτωπα,
υπογραμμίζοντας τη στενή
κοινοβουλευτική
πλειοψηφία του
συνασπισμού του και την
πολιτική του
ευαλωτότητα. Ακόμη και
μικρές αποστασιοποιήσεις
θα μπορούσαν να
προκαλέσουν μεγάλες
αποκλίσεις στην ατζέντα
του.
Ο
Merz
στοχεύει στην
αυστηροποίηση της
μεταναστευτικής
πολιτικής και στον
ενισχυμένο έλεγχο των
συνόρων,
ανταποκρινόμενος στις
ανησυχίες για τη μεγάλη
εισροή μεταναστών.
Παράλληλα, επιδιώκει τη
μείωση της
γραφειοκρατίας και την
αναζωογόνηση της
γερμανικής οικονομίας, η
οποία όχι μόνο
συρρικνώθηκε το 2024,
αλλά δεν έχει καταγράψει
πραγματική ανάπτυξη εδώ
και πέντε χρόνια.
Προτεραιότητά του είναι
επίσης η ψήφιση
νομοσχεδίων που θα
επιτρέψουν τη διάθεση
πρόσφατα εγκριθέντων
κονδυλίων για την άμυνα,
τις υποδομές και τις
πολιτικές για την
κλιματική κρίση. Αν και
τα κονδύλια αυτά
συμφωνήθηκαν με τα
κεντροαριστερά κόμματα
που συμμετέχουν στην
κυβέρνηση, ακόμα δεν
έχουν θεσμοθετηθεί.
Αυξανόμενη αβεβαιότητα
μεταξύ των εταίρων
Οι
κυβερνητικοί του εταίροι
αρχίζουν να αμφιβάλλουν
για την ικανότητά του να
προωθήσει τη νομοθετική
του ατζέντα. Παρότι
πέτυχε την έγκριση για
επιπλέον δανεισμό τον
Μάρτιο, είχε προηγηθεί
μια αποτυχημένη
προσπάθεια τον Ιανουάριο
να περάσει
μεταναστευτικό
νομοσχέδιο, στην οποία
προσπάθησε να στηριχτεί
και σε ψήφους του
AfD
— παραβιάζοντας μια από
τις άγραφες γραμμές του
μεταπολεμικού πολιτικού
συστήματος.
Η
αδυναμία του να ελέγξει
πλήρως την
κοινοβουλευτική του
ομάδα δημιουργεί
προβληματισμούς και
στους ξένους ηγέτες, οι
οποίοι εξετάζουν κατά
πόσο μπορεί να
υλοποιήσει όσα έχει
υποσχεθεί ή ακόμη και
πόσο θα διαρκέσει η
κυβέρνησή του. Τα
νομοσχέδια για τις
δημόσιες δαπάνες
ενδιαφέρουν ιδιαίτερα
τους Ευρωπαίους
εταίρους, που ελπίζουν
ότι η Γερμανία θα ηγηθεί
της προσπάθειας για
αυξημένες ευρωπαϊκές
επενδύσεις στην άμυνα,
ιδίως υπό την απειλή ο
Donald
Trump
να αποσύρει τη στήριξη
των ΗΠΑ προς το ΝΑΤΟ.
Ο
Trump
πιθανόν να εκλαμβάνει
τον
Merz
ως αδύναμο ηγέτη, κάτι
που περιπλέκει τις
διαπραγματεύσεις γύρω
από την οικονομική και
αμυντική συνεργασία
ΗΠΑ–Γερμανίας. Αυτοί οι
φόβοι φαίνεται ότι
συνέβαλαν στο να
ανακτήσει την υποστήριξη
των 15 βουλευτών του
στην επαναληπτική
ψηφοφορία.
Ορισμένοι από αυτούς
φέρονται να είπαν πως η
πρώτη αποχή τους είχε
χαρακτήρα
προειδοποιητικό και όχι
πραγματική πρόθεση να
τον εμποδίσουν να
αναλάβει καθήκοντα. Το
πολιτικό κόστος της
πράξης τους ίσως
ενισχύσει την εσωτερική
συνοχή από εδώ και πέρα.
Ωστόσο,
η ζημιά έχει γίνει. Το
AfD
φαίνεται να βγαίνει
ενισχυμένο, καθώς, όπως
σημειώνουν οι
New
York
Times,
ο ρόλος της
αντιπολίτευσης είναι πιο
εύκολος: να καταγγέλλει
τη δυσλειτουργία της
κυβέρνησης και να
παρουσιάζει το δικό του
λαϊκιστικό μήνυμα ως τη
μοναδική διέξοδο για μια
κοινωνία που έχει
κουραστεί από το
πολιτικό τέλμα. Ο
Merz
γνωρίζει καλά ότι η
καλύτερη άμυνα απέναντι
στην άνοδο του
AfD
είναι να καταφέρει να
επιλύσει τα βαθύτερα
προβλήματα, κυρίως στον
οικονομικό τομέα.
Πηγή:
New York Times
|