Ο κύριος
στόχος του Ταμείου Ανάκαμψης είναι να βελτιώσει
τις ευρωπαϊκές οικονομικές προοπτικές,
συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μέσω δύο οδών: της
υποστήριξης της πλήρους ανάκαμψης της οικονομίας
και την επέκταση του μεσοπρόθεσμου δυναμικού της.
Έτσι, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs σε
σημερινή της έκθεση, το Ταμείο Ανάκαμψης
προσφέρει την ευκαιρία να σταθεροποιηθούν οι
μακροοικονομικές προοπτικές και οι προοπτικές
του χρέους, ειδικά των χωρών της περιφέρειας, Το
ευρωπαϊκό πρόγραμμα δίνει έμφαση στη βελτίωση
της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την ΕΕ,
πέρα από την ανάκαμψη μετά την Covid. Επιπλέον,
το Ταμείο παρέχει επίσης στις χώρες-μέλη
φθηνότερη χρηματοδότηση μέσω των δανείων, και
επομένως η υποστήριξή της είναι αμφίπλευρη.
Όπως αναφέρουνε οι
αναλυτές της GS (την
έκθεση παρουσιάζει η
Ελευθερία Κούρταλη στο
capital.gr), η στήριξη
στην ανάκαμψη
προορίζεται να
επικεντρωθεί σε ένα
σύνολο υλικών υποδομών
και διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων που
στοχεύουν επίσης σε
μακροπρόθεσμους
μετασχηματισμούς των
οικονομιών που
υπερβαίνουν τη διάρκεια
ζωής της Ταμείου
Ανάκαμψης. Κάθε
κυβέρνηση έχει εκτιμήσει
τον αντίκτυπο στη
δυνητική ανάπτυξη που
προέρχεται από τα μέτρα
που περιλαμβάνονται στα
εθνικά τους σχέδια
ανάκαμψης. Δεδομένης της
φιλοδοξίας πίσω από
αυτές τις εκτιμήσεις,
είναι χρήσιμο να
συγκριθούν με τις
ιστορικές επιδόσεις της
τελευταίας δεκαετίας σε
τρεις σχετικές
διαστάσεις: τη
συσσώρευση κεφαλαίου,
την επέκταση της
απασχόλησης και την
αύξηση της
παραγωγικότητας,
σημειώνει η Goldman.
Οι χώρες του Νότου είναι
οι κύριοι αποδέκτες του
προγράμματος, με την
Ισπανία και την Ιταλία
να αντιπροσωπεύουν
σχεδόν το ήμισυ της
τρέχουσας χρηματοδότησης.
Τα εθνικά σχέδια
ανάκαμψης της Ιταλίας
και της Ισπανίας έχουν
προτείνει φιλόδοξες
στρατηγικές για τη
στήριξη της ανάκαμψης
και την αύξηση της
δυνητικής ανάπτυξης μετά
το 2026. Ενώ στοχεύουν
να εμβαθύνουν το απόθεμα
κεφαλαίου και να
υποστηρίξουν την αύξηση
της παραγωγικότητας, η
G.S. αξιολογεί τις
προοπτικές χρέους για το
προφίλ της ανάπτυξης σε
διαφορετικές χρονικές
περιόδους. Διαπιστώνει
ότι, κατά μέσο όρο, μια
αύξηση 0,5% στη
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη
μειώνει τον λόγο χρέους
προς ΑΕΠ κατά περίπου 7%
έως το 2030.
Ενώ οι αποδόσεις των
κρατικών ομολόγων
αυξάνονται καθώς η ΕΚΤ
προχωρά προς την
ομαλοποίηση της
πολιτικής, το Ταμείο
Ανάκαμψης θα παρέχει
επίσης πρόσθετη στήριξη
στις χώρες μέλη μέσω της
παροχής φθηνού
μακροπρόθεσμου δανεισμού.
Μόνο η Ιταλία και η
Ελλάδα έχουν
μεγιστοποιήσει τη
συνολική διαθέσιμη
δανειακή ικανότητα μέσω
του προγράμματος (6,8%
του ακαθάριστου εθνικού
εισοδήματος). Η Ιταλία,
ειδικότερα, μπορεί να
επωφεληθεί από δάνεια
120 δισ. ευρώ για τα
οποία θα πληρώσει
σημαντικά μειωμένη
απόδοση δανεισμού (πάνω
από 130 μ.β. επί του
παρόντος), συμβάλλοντας
στη διατήρηση της
δυναμικής του χρέους υπό
έλεγχο. Τα δάνεια της ΕΕ
–δηλαδή το χρέος της ΕΕ–
θα αντιπροσωπεύουν
περισσότερο από το 5%
του ιταλικού ΑΕΠ έως το
2030 σύμφωνα με το
σενάριο πλήρους
εφαρμογής.
Για να αποτυπώσει την
τροχιά του χρέους και τα
οφέλη από το Ταμείο
Ανάκαμψης για τις χώρες
της περιφέρειας, η
Goldman πραγματοποιεί
μια άσκηση με το
παράδειγμα της Ιταλίας
για να αξιολογήσει τον
κίνδυνο να κινηθεί το
ιταλικό χρέος σε μια
επιταχυνόμενη πορεία
μετά την κορύφωση που
σημείωσε λόγω της την
πανδημίας, μελετώντας
ουσιαστικά τον αντίκτυπο
του δανεισμού της ΕΕ στη
συσσώρευση χρέους.
Η γενική ανησυχία
σχετικά με την άνοδο των
αποδόσεων των κρατικών
ομολόγων είναι ότι
αυξάνει την πιθανότητα
το χρέος των χωρών της
περιφέρειας να κινηθεί
έντονα ανοδικά. Όπως
καταλήγει η G.S., παρόλο
που τα δάνεια του
Ταμείου Ανάκαμψης θα
αντιπροσωπεύουν λιγότερο
από το 4% του συνολικού
ιταλικού χρέους έως το
2030, θα μπορούσαν (1)
να μειώσουν την αύξηση
του πραγματικού
επιτοκίου δανεισμού που
καταβάλλει το ιταλικό
δημόσιο κατά
περισσότερο από 10%, (2)
να μειώσουν την αύξηση
του χρέους προς ΑΕΠ,
κατά μέσο όρο, κατά
περίπου 0,5%, και (3) να
μειώσουν τον κίνδυνο
επιτάχυνσης του χρέους
έως το 2027. Αυτές οι
βελτιώσεις θα ενισχυθούν
σημαντικά εάν η Ιταλία
μπορούσε να επωφεληθεί
από τον εμπροσθοβαρή
δανεισμό της ΕΕ.
Όπως καταλήγει η Goldman
Sachs, η ανάλυσή της
υπογραμμίζει τον
αντίκτυπο του Ταμείου
Ανάκαμψης γενικότερα,
και της συνιστώσας των
δανείων ειδικότερα, στις
προοπτικές του χρέους
στην ευρωπαϊκή
περιφέρεια. Εστιάζοντας
στην ιταλική περίπτωση,
η ανάλυση αξιολόγησης
κινδύνου εξετάζει τις
προοπτικές του χρέους
μέσα από ένα δυσμενές
σενάριο όπου οι
αποδόσεις των κρατικών
αποδόσεων επιστρέφουν
στα επίπεδα του 2018,
πολύ πέρα από την
τρέχουσα αποτίμηση της
αγοράς. Το συμπέρασμά
της είναι ωστόσο αρκετά
εποικοδομητικό, με τον
κίνδυνο χρέους να
παραμένει συγκρατημένος.
Επιπλέον, επισημαίνει
ότι σε περίπτωση
αυξανόμενου κινδύνου
χρέους, το timing της
στήριξης πιθανότατα θα
παίξει σχετικά
σημαντικότερο ρόλο από
το μέγεθός της.