Η ύφεση δεν
μπορεί να θεωρείται απίθανη, όπως επισημαίνει η
Goldman Sachs, με τους πελάτες της να ρωτούν
συνεχώς τι να περιμένουν από τις μετοχές σε
περίπτωση ενός τέτοιου σεναρίου για την
οικονομία. Οι οικονομολόγοι της υπολογίζουν μια
πιθανότητα 35% ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα
εισέλθει σε ύφεση τα επόμενα δύο χρόνια και
πιστεύουν ότι η καμπύλη αποδόσεων τιμολογεί
παρόμοια πιθανότητα συρρίκνωσης.
Οι δείκτες της αγοράς
μετοχών υποδηλώνουν ότι
οι επενδυτές ανησυχούν
για τον κίνδυνο
οικονομικής ύφεσης. To
rotation εντός της
αγοράς μετοχών των ΗΠΑ
δείχνει ότι οι επενδυτές
τιμολογούν αυξημένες
πιθανότητες ύφεσης σε
σύγκριση με την ισχύ των
πρόσφατων οικονομικών
δεδομένων.
Για παράδειγμα, όπως
αναφέρει η Goldman Sachs
(την έκθεση παρουσιάζει
η Ελ. Κούρταλη στο
capital.gr), η σχετική
απόδοση των κυκλικών
μετοχών έναντι των
αμυντικών μετοχών
μειώθηκε κατά 17% από
τον Ιανουάριο (-19%
έναντι -2%). Η σχετική
απόδοση αυτών των δύο
παρακολουθεί στενά το
επίπεδο του δείκτη ISM
για περισσότερο από μια
δεκαετία. O ISM
βρίσκεται επί του
παρόντος στο 55, αλλά η
σχετική απόδοση των
κυκλικών έναντι των
αμυντικών θα συνεπαγόταν
ένα επίπεδο κάτω από το
50.
Επίσης, τα συμβόλαια
μελλοντικής εκπλήρωσης
μερισμάτων
αντιπροσωπεύουν έναν
δεύτερο δείκτη της
αγοράς μετοχών που
τιμολογεί ένα αποτέλεσμα
που συνάδει με την ύφεση.
Η αγορά των dividend
futures τιμολογεί επί
του παρόντος ότι τα
μερίσματα του S&P 500 θα
μειωθούν κατά σχεδόν 5%
το 2023. Τα τελευταία 60
χρόνια, τα μερίσματα του
S&P 500 δεν μειώθηκαν
ποτέ σε ετήσια βάση όταν
η οικονομία δεν ήταν σε
ύφεση.
Με βάση τα παραπάνω η
Goldman Sachs εξετάζει
πώς κινήθηκαν ο S&P, η
κερδοφορία, οι
αποτιμήσεις, και οι
κλάδοι σε περιόδους
ύφεσης του παρελθόντος
ώστε να αντληθούν
συμπεράσματα για το τι
μέλλει γενέσθαι για τις
αγορές σε περίπτωση που
το σενάριο της ύφεσης
υλοποιηθεί.
ΔΕΙΚΤΗΣ: Σε 12 υφέσεις
από τον Β' Παγκόσμιο
Πόλεμο και μετά, ο
δείκτης S&P 500
συρρικνώθηκε από τα
υψηλά στα χαμηλά του
κατά μέσο όρο 24%. Μια
πτώση αυτού του μεγέθους
από την κορυφή του S&P
500 των σχεδόν 4800
μονάδων τον Ιανουάριο
του 2022 θα έφερνε τον
S&P 500 στις περίπου
3650 μονάδες (11% κάτω
από τα τρέχοντα επίπεδα).
Η μέση πτώση κατά 30% θα
έστελνε τον S&P 500 στις
3.360 μονάδες (-18% από
τα σημερινά επίπεδα).
Το timing και η πορεία
της αγοράς. Στις ίδιες
12 εμπειρίες από τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, η
αγορά μετοχών είχε
αρχίσει να τιμολογεί μια
ύφεση κατά μέσο όρο 7
μήνες πριν από την
επίσημη έναρξή της. Σε
όλες τις περιπτώσεις
εκτός από μία, η
αλληλουχία των γεγονότων
ήταν η ίδια: Η αγορά
κορυφώθηκε πριν από την
ύφεση και στη συνέχεια
έφτασε στα χαμηλά της
πριν από το τέλος της
ύφεσης.
Η ύφεση του 2000 ήταν η
μόνη εμπειρία που ξέφυγε
από αυτό το μοτίβο. Σε
αυτήν την περίπτωση, η
αγορά συνέχισε να
υποχωρεί αρκετά μετά το
τέλος της οικονομικής
ύφεσης, φθάνοντας στα
χαμηλά στους 8 μήνες
μετά το τέλος της ύφεσης
και 30 ολόκληρους μήνες
μετά την προ της ύφεσης
κορύφωσή της.
Ο "πάτος" της αγοράς
μετοχών, όπως αναφέρει η
Goldman, έχει γενικά
συσχετιστεί με την
κορύφωση των
εβδομαδιαίων αιτήσεων
ανεργίας. Από το 1970, ο
S&P 500 έφτασε στα
χαμηλά του του εντός
εβδομάδων από την
κορύφωση των
εβδομαδιαίων αιτημάτων
ανεργίας. Στις
περισσότερες περιπτώσεις,
η αγορά υποχώρησε λίγο
πριν οι αιτήσεις
ανεργίας φτάσουν στο
αποκορύφωμά τους.
ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑ: Από το 1948,
τα κέρδη του S&P 500
μειώθηκαν από την κορυφή
έως το κατώτατο σημείο
όταν η οικονομία ήταν σε
ύφεση κατά 13% μέσο όρο.
Τα κέρδη ανά μετοχή EPS
ανακάμπτουν κατά 17% σε
μέσο όρο τέσσερα τρίμηνα
μετά τον "πάτο" της
αγοράς.
ΑΠΟΤΙΜΗΣΕΙΣ: Το P/E του
S&P 500 έχει συρρικνωθεί
σε μέσο όρο κατά 21%
μεταξύ της κορυφής του
πριν από την ύφεση και
του τελικού κατώτατου
σημείου. Κατά τη
διάρκεια των υφέσεων από
το 1980, ο δείκτης P/E
κορυφώθηκε στους 8 μήνες
πριν από την έναρξη μιας
ύφεσης και μειώθηκε κατά
15% μεταξύ της προ της
ύφεσης κορυφής και της
αρχής της ύφεσης.
ΚΛΑΔΟΙ: Τους 12 μήνες
πριν από την ύφεση, οι
αμυντικοί κλάδοι και οι
"ποιοτικοί" παράγοντες
έχουν γενικά καλύτερες
επιδόσεις. Σε 5 υφέσεις
από το 1981, η ενέργεια,
τα βασικά καταναλωτικά
αγαθά, η υγειονομική
περίθαλψη και οι
επιχειρήσεις κοινής
ωφέλειας υπεραπέδωσαν
του δείκτη.