|
Το
πρόβλημα της χαμηλής
προσέλκυσης ταχέως
αναπτυσσόμενων εταιρειών
δεν περιορίζεται στο
Λονδίνο, αλλά αφορά
συνολικά την ευρωπαϊκή
ήπειρο. Η Klarna είναι
σουηδική, όπως και η
Spotify – η μοναδική
ευρωπαϊκή εταιρεία που
ιδρύθηκε μετά το 2000
και έχει ξεπεράσει
αποτίμηση 100 δισ.
δολαρίων. Η Spotify
επέλεξε το Χρηματιστήριο
της Νέας Υόρκης για την
εισαγωγή της το 2018.
Σύμφωνα με το think tank
New Financial, από το
2014 έως το 2024 περίπου
130 εταιρείες
μεταφέρθηκαν από την
Ευρώπη στις ΗΠΑ, ενώ
πάνω από 1.000
αποχώρησαν πλήρως από
τις χρηματιστηριακές
αγορές. Η συνολική τους
αποτίμηση, με βάση την
περίοδο αποχώρησης,
φτάνει τα 1,7 τρισ.
δολάρια – δηλαδή πάνω
από το 10% της αξίας των
ευρωπαϊκών αγορών. Η
Ιρλανδία εμφανίζεται ως
η μεγαλύτερη «χαμένη»
αυτής της τάσης,
ακολουθούμενη από τη
Σουηδία, τη Βρετανία και
τη Γερμανία.
Η
ευρωπαϊκή οικονομική
ελίτ έχει αντιδράσει
συγκροτώντας ομάδες
εργασίας, επιτροπές και
αξιολογήσεις με στόχο τη
διαμόρφωση νέων
πολιτικών. Υπόσχονται
περισσότερη διαφάνεια,
νέα μέτρα και αυξημένη
εποπτεία. Η βρετανική
κυβέρνηση εξετάζει ακόμα
και το ενδεχόμενο
επένδυσης
συνταξιοδοτικών
κεφαλαίων για την
ενίσχυση των αγορών.
Στελέχη του ιδιωτικού
τομέα αναγνωρίζουν ότι
τέτοιες πρωτοβουλίες
είναι σημαντικές, αλλά
συχνά επισημαίνουν ότι
παρότι μπορεί να έχουν
νόημα για την Ευρώπη
συνολικά, δεν θεωρούνται
κατάλληλες για τις δικές
τους εταιρείες.
Ένα
βασικό κίνητρο για τη
στροφή προς τις ΗΠΑ
είναι ότι οι βασικοί
μέτοχοι των εταιρειών
είναι συνήθως
Αμερικανοί, κάτι που
καθιστά φυσική την
επιλογή των ΗΠΑ για
χρηματιστηριακή
εισαγωγή, λόγω της
καλύτερης γνωριμίας με
το οικοσύστημα επενδυτών
και τραπεζιτών.
Επιπλέον, για εταιρείες
με παγκόσμιες φιλοδοξίες
που βασίζονται στη
χρηματοδότηση μέσω
venture capital, η
αμερικανική αγορά
καταναλωτών είναι από
τις πιο επικερδείς. Μια
IPO στη Νέα Υόρκη μπορεί
να προσφέρει ώθηση στο
εμπορικό σήμα. Επιπλέον,
οι επικεφαλής εταιρειών
που είναι εισηγμένες
στον S&P 500 αμείβονται,
κατά μέσο όρο, δυόμισι
φορές περισσότερο από
εκείνους στον βρετανικό
FTSE 100. Τέλος, πολλοί
ιδρυτές τεχνολογικών
εταιρειών ανησυχούν για
τη διστακτικότητα των
Ευρωπαίων επενδυτών να
υποστηρίξουν στρατηγικές
που εμπεριέχουν υψηλό
ρίσκο αλλά και δυναμική
ανάπτυξη.
Σημαντικό ρόλο παίζει
επίσης ένας παράγοντας
που συχνά δεν δηλώνεται
ρητά: το λεγόμενο «χάσμα
αποτίμησης». Αυτό
αναφέρεται στη διαφορά
στον τρόπο που
αποτιμώνται τα έσοδα και
οι μετοχές μεταξύ ΗΠΑ
και Ευρώπης – με τις ΗΠΑ
να προσφέρουν, κατά μέσο
όρο, υψηλότερους
πολλαπλασιαστές.
Πριν από
την εισαγωγή της Arm στο
χρηματιστήριο της Νέας
Υόρκης το 2023, υπήρχαν
φήμες ότι αυτή η διαφορά
στην αποτίμηση ήταν ο
βασικός λόγος για την
επιλογή της αμερικανικής
αγοράς έναντι του
Λονδίνου. Παρόλα αυτά, ο
εμπορικός διευθυντής της
Wise δήλωσε ότι η
αποτίμηση δεν ήταν ο
καθοριστικός παράγοντας
για την απόφαση της
εταιρείας του – κάτι που
φαίνεται λογικό, αφού η
αποτίμηση της Wise στο
βρετανικό χρηματιστήριο
(με βάση τις προσδοκίες
για τα επόμενα έσοδα)
είναι ήδη αρκετά υψηλή
σε σχέση με τον μέσο όρο
του S&P 500. Επιπλέον,
οι ευρωπαϊκές μετοχές
έχουν σημειώσει
καλύτερες αποδόσεις από
τις αμερικανικές το
τελευταίο διάστημα.
Το
μεγαλύτερο εμπόδιο για
τις ευρωπαϊκές
κεφαλαιαγορές, τελικά,
ίσως είναι ότι οι
εταιρείες που θέλουν να
προσελκύσουν, απλώς δεν
δείχνουν ενδιαφέρον.
|