Μετά την επίσημη επαναξιολόγηση της
Ελληνικής Δημοκρατίας από τη Standard & Poor’s
Global Ratings στις 22 Οκτωβρίου, στην οποία ο
αμερικανικός οίκος διατήρησε την πιστοληπτική
αξιολόγηση στο BB+ με σταθερό outlook, συζητάμε
με το Marko
Mrsnik, Ανώτερο Διευθυντή (Senior
Director) του οίκου αξιολόγησης.
Μιλά για τις
οικονομικές προοπτικές,
τις προκλήσεις από την
ενεργειακή κρίση και τις
πιθανές επιπτώσεις που
μπορεί να έχουν στην
πορεία της εγχώριας
οικονομίας και την
επενδυτική βαθμίδα.
Ο Marko Mrsnik,
υπεύθυνος για την
αξιολόγηση της χώρας μας
στη Standard & Poor’s
Global Ratings, εξηγεί
γιατί βλέπει εφικτή τη
μείωση του δημόσιου
χρέους τα επόμενα έτη
και πώς με αυτό τον
τρόπο ανοίγει τον δρόμο
για ανοδική τροχιά στις
αξιολογήσεις της χώρας.
Ιδιαίτερη σημασία
έχουν οι θετικές
εκτιμήσεις του για το
Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ,
το οποίο θα ενισχύσει το
ΑΕΠ κατά 8,3%, σύμφωνα
με το σενάριο χαμηλής
επίπτωσης και κατά
18,3%, σύμφωνα με το
σενάριο υψηλής επίπτωσης.
Πρόσφατα
επιβεβαιώσατε τη
μακροπρόθεσμη και τη
βραχυπρόθεσμη
πιστοληπτική ικανότητα
της Ελλάδας. Στην
ανάλυσή σας υπάρχει ένα
ανοδικό και ένα καθοδικό
σενάριο. Ποιο από τα δύο
φαίνεται περισσότερο
πιθανό για το 2023 και
ποιες θα μπορούσαν να
είναι οι επιπτώσεις του;
Πράγματι, οι
προοπτικές της
αξιολόγησης της χώρας
είναι σταθερές, κάτι που
σημαίνει ότι οι κίνδυνοι
για την πιστοληπτική
ικανότητα σε αυτό το
στάδιο είναι
ισορροπημένοι. Παρ' όλα
αυτά, αξίζει να
επισημάνουμε ότι θα
μπορούσαμε να
βελτιώσουμε τις
αξιολογήσεις μας για την
Ελλάδα εντός των
επόμενων 12 μηνών, εάν
οι οικονομικές επιδόσεις
είναι πολύ καλύτερες από
ό,τι προβλέπουμε σήμερα
και ισχυρότερες από
εκείνες των αντίστοιχων
χωρών που είναι
συγκρίσιμες με την
Ελλάδα. Η πιθανότητα
αναβάθμισης της
αξιολόγησης σε υψηλότερα
επίπεδα από τα τρέχοντα
θα μπορούσε επίσης να
εξαρτηθεί από μια
ουσιαστική βελτίωση των
δημοσιονομικών επιδόσεων.
Το 2023, η κυβέρνηση
στοχεύει σε πρωτογενές
πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ,
βασιζόμενη κυρίως στον
περαιτέρω περιορισμό των
δαπανών για την εξάλειψη
των υπόλοιπων μέτρων που
σχετίζονται με την
πανδημία Covid-19 και τη
μη ανανέωση ορισμένων
ενεργειακών μέτρων καθώς
και την έκτακτη
φορολογία στις
επιχειρήσεις ενέργειας.
Αν και υποθέτουμε ότι η
κυβέρνηση είναι απίθανο
να επιτύχει τον
δημοσιονομικό της στόχο
λόγω της πιθανής
αυξημένης πίεσης στις
δαπάνες σε σχέση με την
αναμενόμενη επιδείνωση
της οικονομικής
δραστηριότητας και τις
βουλευτικές εκλογές του
2023, εμείς αναμένουμε
ότι ο προϋπολογισμός,
πρωτογενώς, θα είναι
περίπου ισοσκελισμένος
και σε ισορροπία. Αυτό
σημαίνει ότι το έλλειμμα
του προϋπολογισμού της
γενικής κυβέρνησης θα
μειωθεί περαιτέρω,
θέτοντας σαφώς το
δημόσιο χρέος ως ποσοστό
του ΑΕΠ σε πτωτική
πορεία και θέτοντας τις
αξιολογήσεις της Ελλάδας
υπό ανοδικές πιέσεις.
Η Ελλάδα πρόκειται
να λάβει ένα μεγάλο ποσό
κεφαλαίων τα επόμενα
χρόνια. Πιστεύετε ότι το
Ταμείο Ανάκαμψης είναι
προς τη σωστή κατεύθυνση
για να θεραπεύσει τη
μακροχρόνια έλλειψη
επενδύσεων;
Ναι, πιστεύουμε ότι
οι επιτυχείς
μεταρρυθμίσεις θα
οδηγήσουν πιθανότατα σε
αύξηση της
παραγωγικότητας,
βελτίωση των
μακροοικονομικών
αποτελεσμάτων και θα
βελτιώσουν την ικανότητα
εξυπηρέτησης του
δημόσιου χρέους
μεσοπρόθεσμα έως
μακροπρόθεσμα. Κατά την
άποψή μας, τα κεφάλαια
που είναι διαθέσιμα στο
πλαίσιο του πακέτου NGEU
θα μπορούσαν να
λειτουργήσουν ως
καταλύτης για τέτοιου
είδους μεταρρυθμίσεις,
με προηγούμενες και
τρέχουσες διαρθρωτικές
πρωτοβουλίες να είναι
πιθανό να ενισχύσουν την
οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η
Ελλάδα θα λάβει έως το
2026 επιχορηγήσεις ύψους
17,8 δισ. ευρώ και
δάνεια ύψους 12,7 δισ.
ευρώ. Πιστεύουμε ότι,
εάν χρησιμοποιηθούν
αποτελεσματικά, τα
κεφάλαια αυτά θα
μπορούσαν να επιταχύνουν
τις διαρθρωτικές
βελτιώσεις στην
οικονομία και θα
συμβάλουν σε ισχυρότερη
ανάπτυξη.
Πόση ανάπτυξη θα
μπορούσε να προσθέσει το
σχέδιο NGEU στην
οικονομία;
Σύμφωνα με τις
προσομοιώσεις μας, το
υψηλό επίπεδο
διαρθρωτικής ανεργίας
πριν από την πανδημία,
το χαμηλότερο κατά
κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με
τις ομόλογες χώρες, το
υψηλό επενδυτικό κενό,
ένας μεγάλος τομέας
υπηρεσιών (ιδίως ο
τουρισμός), καθώς και
ένα σχετικά υψηλό
παρελθόν ποσοστό
απορρόφησης των
κονδυλίων της ΕΕ
υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα
θα είναι ένας από τους
μεγαλύτερους δικαιούχους.
Σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις μας, το
πακέτο NGEU της ΕΕ θα
ενισχύσει το ΑΕΠ κατά
8,3%, σύμφωνα με το
σενάριο χαμηλής
επίπτωσης και κατά
18,3%, σύμφωνα με το
σενάριο υψηλής επίπτωσης.
Οι μεγάλες επιχορηγήσεις
θα ωφελήσουν επίσης τις
εξελίξεις στο ισοζύγιο
πληρωμών και θα
στηρίξουν την τρέχουσα
πρόβλεψή μας για σταθερή
μείωση του ελλείμματος
του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών.
Φαίνεται ότι οι
ελληνικές τράπεζες έχουν
γυρίσει σελίδα όσον
αφορά τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια.
Πιστεύετε ότι η
ικανότητά τους να
δανείζουν την οικονομία
θα βοηθήσει τον στόχο
της επίτευξης της
επενδυτικής βαθμίδας;
Βραχυπρόθεσμα, η
αναβάθμιση της
πιστοληπτικής ικανότητας
εξαρτάται από την
περαιτέρω δημοσιονομική
εξυγίανση. Η βελτίωση
του τραπεζικού τομέα
έχει σίγουρα συμβάλει
στη βελτίωση της
πιστοληπτικής ικανότητας
του ελληνικού δημοσίου
μέχρι στιγμής. Στο
μέλλον, η επιστροφή της
ικανότητας του
τραπεζικού τομέα να
δανείζει την οικονομία
θα πρέπει να υποστηρίξει
τη συνεχή μείωση του
μεγάλου επενδυτικού
κενού στην Ελλάδα και
επομένως θα ωφελήσει τις
προοπτικές ανάπτυξής της
μεσοπρόθεσμα. Η μείωση
των μη εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων των τραπεζών
(NPE) είναι το «κλειδί»
για μια ταχύτερη
οικονομική ανάκαμψη,
καθώς θα τονώσει τις
πιστώσεις του ιδιωτικού
τομέα, οι οποίες σε
καθαρούς όρους
εξακολουθούν να
συρρικνώνονται.
Οι τράπεζες έχουν
μειώσει σταθερά το
μεγάλο απόθεμα μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων, παρά τις
επιπτώσεις της πανδημίας
και στους ισολογισμούς
των επιχειρήσεων. Το
μερίδιο των NPEs στο
σύνολο των δανείων του
τραπεζικού συστήματος
μειώθηκε απότομα στο 10%
τον Ιούνιο του 2022 από
31% το 2020. Επιπλέον, η
κυβέρνηση αντλεί δάνεια
ύψους 12,7
δισεκατομμυρίων ευρώ από
το RRF της ΕΕ και τα
διοχετεύει στον ιδιωτικό
τομέα με χαμηλό κόστος
δανεισμού μέσω του
τραπεζικού συστήματος,
γεγονός που αναμένεται
να συμβάλει στην
αντιμετώπιση του
χάσματος μεταξύ της
ζήτησης και της
προσφοράς δανείων στην
οικονομία, καθώς και να
τονώσει την οικονομική
δραστηριότητα τα επόμενα
χρόνια.
Τέλος, δεν φαίνεται
να πιστεύετε ότι υπάρχει
ή θα υπάρξει πολιτική
αβεβαιότητα, αν και ο
σχηματισμός κυβέρνησης
μπορεί να είναι δύσκολος,
καθώς είναι απίθανο η
παρούσα κυβέρνηση να
κερδίσει την πλειοψηφία
στις εκλογές του
επόμενου έτους. Ποια
είναι η γνώμη σας;
Όπως συμβαίνει
συνήθως, η αβεβαιότητα
σχετικά με το αποτέλεσμα
των επόμενων εκλογών και
τον επακόλουθο
σχηματισμό κυβέρνησης
σίγουρα μειώνει κάπως
την ορατότητα, όσον
αφορά τη χάραξη
οικονομικής πολιτικής
μετά τις εκλογές. Ωστόσο,
εμείς πιστεύουμε ότι τα
διαθέσιμα κονδύλια του
NGEU και άλλα
χαρακτηριστικά της
οικονομικής πολιτικής
στο πλαίσιο της
Ευρωζώνης αποτελούν
σταθερό κίνητρο για την
επόμενη κυβέρνηση να
συνεχίσει να εφαρμόζει
διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις και έτσι
να βελτιώσει τις
οικονομικές επιδόσεις,
μειώνοντας παράλληλα
περαιτέρω το μεγάλο
δημόσιο χρέος.