|
Το
Yale
University’s
Budget
Lab
υπολογίζει ότι ο μέσος
πραγματικός δασμός των
ΗΠΑ θα ανέλθει στο 18%
από 2,5% πριν τον
εμπορικό πόλεμο,
προσεγγίζοντας το 20%
που καταγράφηκε μετά τον
Smoot–Hawley
Tariff
Act
του 1930, ο οποίος
επιδείνωσε τη Μεγάλη
Ύφεση. Παρά τις
ιστορικές μνήμες που
πυροδότησαν την
αναστάτωση του Απριλίου,
η
Morgan
Stanley
εκτιμά ότι δεν υπάρχουν
ενδείξεις για μια νέα
Μεγάλη Ύφεση. Οι
εμπορικοί εταίροι των
ΗΠΑ φαίνεται να
αποφεύγουν αντίμετρα
ίσης έντασης, ενώ το
κόστος των δασμών θα
επιμεριστεί μεταξύ
εξαγωγέων, εισαγωγέων
και καταναλωτών.
Μεξικό
και Καναδάς αποτελούν το
28% των αμερικανικών
εισαγωγών, η Ευρώπη το
19% και η Κίνα το 13%
(στοιχεία 2024). Οι
πιέσεις είναι υπαρκτές,
αλλά όχι κρίσιμες, εκτός
εάν υπάρξει περαιτέρω
όξυνση της κατάστασης.
Ο ρόλος
των κεντρικών τραπεζών
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα
των ΗΠΑ και η ΕΚΤ έχουν
«παγώσει» τις κινήσεις
νομισματικής πολιτικής,
καθώς η άνοδος του
προστατευτισμού επιδρά
στη ζήτηση. Οι αγορές,
πάντως, παραμένουν
προσανατολισμένες στην
«τελειότητα»: όταν οι
εταιρικές επιδόσεις
ξεπερνούν τις
προσδοκίες, όπως στην
περίπτωση της
Microsoft,
επιβραβεύονται έντονα,
ενώ η απογοήτευση, όπως
με τη
Novo
Nordisk,
έχει αντίστοιχα αρνητικό
αντίκτυπο.
Οι
αναλυτές αναπροσαρμόζουν
ανοδικά τις προβλέψεις
για τα έσοδα και τα
κέρδη των εταιρειών του
S&P
500, αναμένοντας αύξηση
πωλήσεων 5% και κερδών
7,5%-8%. Ωστόσο, η
θετική τάση δεν είναι
καθολική, με αρκετές
μετοχές να υστερούν.
Η
Morgan
Stanley
καταλήγει ότι η
προοπτική ενός
«ελεγχόμενου»
συμβιβασμού στους
δασμούς έχει μειώσει την
ένταση της αβεβαιότητας
και τις ανησυχίες για
ύφεση. Ωστόσο, ο
πληθωρισμός εμφανίζει εκ
νέου ανοδική δυναμική,
ενώ η αγορά εργασίας και
η κατανάλωση δείχνουν
σταδιακά σημάδια
κόπωσης.
Όπως επισημαίνει, «οι
υπερβολικά καλές
ειδήσεις μπορεί να
μετατραπούν σε
αρνητικές, αν η αγορά
τις απορροφήσει πλήρως
χωρίς να υπολογίσει τους
κινδύνους».
|