|
Οι
αντιδράσεις των αγορών
και το μήνυμα της ΕΚΤ
Η
απόφαση της ΕΚΤ οδήγησε
σε πτώση του ευρώ και
μείωση των αποδόσεων στα
κρατικά ομόλογα των
χωρών της Ευρωζώνης, με
τους επενδυτές να την
ερμηνεύουν ως «ήπια».
Στην ανακοίνωση της
Τράπεζας επισημάνθηκε η
επιδείνωση των
προοπτικών ανάπτυξης
λόγω των εμπορικών
εντάσεων και
χαρακτηρίστηκε η
κατάσταση ως «εξαιρετικά
αβέβαιη». Αξιοσημείωτο
είναι ότι αφαιρέθηκε από
το κείμενο η αναφορά ότι
τα επιτόκια παραμένουν
«περιοριστικά», γεγονός
που ερμηνεύεται ως
άνοιγμα για περαιτέρω
μειώσεις. Η Κριστίν
Λαγκάρντ τόνισε ότι, σε
περιόδους οικονομικών
σοκ, η σύγκριση της
νομισματικής πολιτικής
με κάποιο «ουδέτερο
επιτόκιο» δεν έχει
ιδιαίτερη σημασία.
Η
απόφαση ελήφθη ομόφωνα,
παρότι στο πρόσφατο
παρελθόν είχαν ακουστεί
φωνές υπέρ της αναμονής,
γεγονός που αναδεικνύει
τη σοβαρότητα με την
οποία η ΕΚΤ
αντιμετωπίζει τους
τρέχοντες κινδύνους.
Όπως δήλωσε ο Rohan
Khanna της Barclays, η
στάση αυτή δείχνει ότι
«η ΕΚΤ είναι
διατεθειμένη να κάνει
ό,τι χρειάζεται».
Αναπροσαρμογή των
εκτιμήσεων στις αγορές
Μετά την
τελευταία κίνηση της
ΕΚΤ, οι αγορές
αξιολογούν την
πιθανότητα νέας μείωσης
επιτοκίων τον Ιούνιο σε
πάνω από 70%, από 60%
προηγουμένως. Οι
επενδυτές τιμολογούν
πλέον συνολική μείωση
σχεδόν 65 μονάδων βάσης
μέχρι το τέλος του 2025,
κάτι που ισοδυναμεί με
τρεις μειώσεις αντί για
δύο που προβλέπονταν
αρχικά.
Οι
αποδόσεις των διετών
γερμανικών ομολόγων
υποχώρησαν έως και 7
μονάδες βάσης, ενώ
αντίστοιχη πτώση
καταγράφηκε και στα
ιταλικά, φτάνοντας στο
χαμηλότερο επίπεδο από
το 2022.
Τι
συμβαίνει με τον
πληθωρισμό;
Η
επίδραση των δασμών στον
πληθωρισμό είναι πιο
ασαφής σε σχέση με την
ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά,
η πρόσφατη έντονη
μεταβλητότητα στις
αγορές λόγω των νέων
δασμολογικών δηλώσεων
Τραμπ υποδηλώνει τάσεις
αποπληθωρισμού.
Το ευρώ,
που είχε αγγίξει σχεδόν
την ισοτιμία με το
δολάριο τον Φεβρουάριο,
έχει ενισχυθεί πάνω από
9% από τις αρχές
Μαρτίου, αγγίζοντας τα
1,136 δολάρια,
μειώνοντας το κόστος των
εισαγωγών. Σε
σταθμισμένη βάση, η
ισοτιμία βρίσκεται σε
ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Την ίδια στιγμή, το
πετρέλαιο έχει
υποχωρήσει σχεδόν 10%
μέσα στον Απρίλιο και η
Κίνα – κύριος εμπορικός
εταίρος της Ε.Ε. – έχει
πληγεί ιδιαίτερα από
τους δασμούς.
Οι
ανησυχίες για τον
πληθωρισμό έχουν
υποχωρήσει προς το
παρόν, καθώς ο δείκτης
μακροπρόθεσμων
πληθωριστικών προσδοκιών
έχει επιστρέψει στον
στόχο του 2%, από 2,2%
που ήταν τον Μάρτιο.
Ωστόσο, ορισμένοι
οικονομολόγοι, όπως της
Citi, προβλέπουν ότι ο
πληθωρισμός θα
διαμορφωθεί στο 1,6% το
2026 και στο 1,8% το
2027, κάτι που αποτελεί
πρόκληση για την ΕΚΤ, η
οποία πάλευε επί χρόνια
με υποτονικές
πληθωριστικές πιέσεις
πριν από την πανδημία.
Εσωτερική αβεβαιότητα
στην ΕΚΤ
Η
διαφοροποίηση στις
προβλέψεις για τη
μελλοντική πορεία των
επιτοκίων υπογραμμίζει
την αβεβαιότητα που
επικρατεί, αφήνοντας
ανοιχτό το ενδεχόμενο
αυξημένης μεταβλητότητας
στις ευρωπαϊκές αγορές.
Σύμφωνα με πηγές του
Reuters, ορισμένα μέλη
της ΕΚΤ θεωρούν πιθανή
νέα μείωση τον Ιούνιο,
ενώ άλλοι επιθυμούν να
περιμένουν νεότερα
οικονομικά στοιχεία.
Ο Steve
Ryder από την Aviva
Investors τόνισε ότι
πλέον η εταιρεία τηρεί
ουδέτερη στάση απέναντι
στα ευρωπαϊκά ομόλογα,
καθώς οι προσδοκίες
είναι ήδη ενσωματωμένες
στις αποτιμήσεις. Η
Nordea αναμένει μία
ακόμη μείωση στο 2%, ενώ
η Barclays προβλέπει
περαιτέρω αποκλιμάκωση
έως το 1,25% μέχρι τον
Οκτώβριο.
Τέλος, ο
Frederik Ducrozet από
την Pictet Wealth
Management υπογράμμισε
ότι, αν και η ύφεση δεν
είναι το βασικό του
σενάριο, η εμφάνισή της
θα απαιτούσε ισχυρότερη
παρέμβαση από την ΕΚΤ.
Όπως ανέφερε
χαρακτηριστικά:
«Μπορούμε πλέον να
φανταστούμε την ΕΚΤ να
μειώνει τα επιτόκια κατά
100 μονάδες βάσης φέτος
και να τα αυξάνει εκ
νέου μέσα στο επόμενο
έτος».
Πηγή: Reuters
|