Θα φέρουν τα κρατικά μέτρα στήριξης έναντι
της ενεργειακής ακρίβειας την επόμενη κρίση
χρέους στην Ευρώπη; H UBS (την έκθεση
παρουσιάζει το MR) θεωρεί ότι η σημερινή
κατάσταση χρέους των χωρών της Ευρωζώνης είναι
βιώσιμη και όλες οι κυβερνήσεις έχουν επαρκή
δημοσιονομικά περιθώρια ώστε τα πράγματα να
παραμείνουν έτσι. Παρόλα αυτά, ο ελβετικός
επενδυτικός οίκος θεωρεί ότι μία νέα κρίση
χρέους θα αποτελέσει έναν πραγματικό κίνδυνο
προς τα μέσα της δεκαετίας, καθώς η
δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι πιο δύσκολη,
πολιτικά, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
«Οι κίνδυνοι για τη
βιωσιμότητα του χρέους
πρέπει να βρίσκονται υπό
στενή παρακολούθηση»,
τονίζουν οι αναλυτές της
UBS, καθώς σημειώνουν
ότι μία παρατεταμένη
περίοδος υψηλότερου
κόστους εξυπηρέτησης του
χρέους, με τα επιτόκια
κοντά ή και υψηλότερα
από τους ονομαστικούς
ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ
καθώς και αυτή η δομική
στροφή προς τις πιο
γενναιόδωρες
δημοσιονομικές πολιτικές,
θα αποτελέσουν κεντρικά
ζητήματα για τους
επενδυτές.
Βέβαια, η UBS
αναγνωρίζει ότι
κοιτάζοντας τους δείκτες
χρέους/ΑΕΠ, η κατάσταση
στην Ευρωζώνη έχει
βελτιωθεί αισθητά φέτος,
με το σχετικό ποσοστό να
προβλέπεται μειωμένο
κατά 15 ποσοστιαίες
μονάδες στην Ελλάδα, 13
στην Πορτογαλία, 5 στην
Ισπανία και 4 στην
Ιταλία.
Όμως, όπως τονίζουν
οι αναλυτές, αυτή η
μείωση των χρεών δεν
σχετίζεται με τις
δημοσιονομικές επιδόσεις,
καθώς οι περισσότερες
χώρες εμφανίζουν
δημοσιονομικά ελλείμματα
πάνω από το όριο του
Μάαστριχτ του 3%.
Αντίθετα, οφείλεται στον
παρονομαστή, το
ονομαστικό ΑΕΠ, το οποίο
ενισχύεται με τη βοήθεια
και του πληθωρισμού,
ακόμα και σε διψήφια
επίπεδα.
Ωστόσο, με τα
επιτόκια να αυξάνονται
απότομα, η UBS δεν
περιμένει ότι αυτή η
ευνοϊκή τάση θα
συνεχιστεί. Μετά το
«whatever it takes» του
2012 και την πτώση του
επιτοκιακού κόστους για
όλες τις χώρες της
Ευρωζώνης, το επιτοκιακό
βάρος σε σχέση με τα
κρατικά έσοδα αναμένεται
να αυξηθεί.
Εάν η ΕΚΤ ανεβάσει
τα επιτόκια προς το 3%
το 2023, όπως
προεξοφλούν οι αγορές,
και το risk premium για
τις χώρες της
περιφέρειας αυξηθεί
περαιτέρω λόγω της
ύφεσης και της πιθανής
ποσοτικής σύσφιγξης από
την ΕΚΤ, οι δείκτες του
debt affordability (που
μετρούν το επιτοκιακό
κόστος σε σχέση με τα
κρατικά έσοδα) θα
επιδεινωθούν κατά τη
διάρκεια της επόμενης
χρονιάς, προειδοποιεί η
UBS.
«Πιστεύουμε ότι όλες
οι χώρες έχουν επαρκή
δημοσιονομικά περιθώρια
να διαχειριστούν μια
τέτοια κατάσταση, αλλά η
δημοσιονομική προσαρμογή
θα απαιτούσε πολύ
περισσότερη πολιτική
προσοχή σε σχέση με τα
προηγούμενα χρόνια»,
τονίζουν οι αναλυτές.
Και προσθέτουν ότι η
αποτυχία των κυβερνήσεων
να αντιμετωπίσουν τα
δομικά ελλείμματα και
μια επίμονη αύξηση του
κόστους χρηματοδότησης,
θα μπορούσε να οδηγήσει
σε ένα επικίνδυνο σπιράλ
αυξανόμενων χρεών και
αυξανόμενου κόστους
εξυπηρέτησής τους,
ενδεχομένως δοκιμάζοντας
το νέο εργαλείο της ΕΚΤ,
το TPI (Transmission
Protection Instrument).
Η ικανότητα της ΕΚΤ
να διαχειριστεί το
κόστος χρηματοδότησης
των επιμέρους κρατών
τόσο αποτελεσματικά όσο
την περασμένη δεκαετία
μπορεί εύκολα να
αμφισβητηθεί εν μέσω
τόσο υψηλού πληθωρισμού,
καταλήγει η UBS.