|
Στη
νεότερη έκθεσή της, η
UBS
επισημαίνει ότι υπάρχουν
πολλαπλοί λόγοι για τους
οποίους οι επενδυτές
διατηρούν ισχυρό
ενδιαφέρον για τον
κλάδο. Τον περασμένο
Ιούλιο, ο οίκος είχε
τονίσει ότι ενώ τα
αποτελέσματα του β’
τριμήνου θα ήταν
πιθανότατα καλύτερα των
προσδοκιών (κάτι που
επιβεβαιώθηκε, καθώς το
80% των τραπεζών
ξεπέρασε τις
εκτιμήσεις), η
επιβράδυνση στις
αναθεωρήσεις των κερδών
ανά μετοχή (EPS)
θα μπορούσε να
καταστήσει τον κλάδο
ευάλωτο σε τυχόν
αρνητικές εξελίξεις στις
αγορές ή στα
μακροοικονομικά
δεδομένα. Παρά το
γεγονός ότι οι
τραπεζικές μετοχές είχαν
ήδη ενισχυθεί κατά 30%
από τις αρχές του έτους,
κάτι τέτοιο δεν
επαληθεύτηκε. Αντιθέτως,
τον Αύγουστο οι τράπεζες
κατέγραψαν απόδοση 6%,
έναντι μόλις 2% της
ευρύτερης αγοράς,
διαπραγματευόμενες με
δείκτη
P/E
για το 2026 στις 9,1
φορές.
Παράλληλα, οι θετικές
τάσεις για τις
ευρωπαϊκές τράπεζες
ενισχύονται. Ο κλάδος
εμφανίζει σημαντικό
discount
σε όρους
P/E
σε σχέση με την αγορά –
της τάξης του 33%.
Επίσης, οι προβλέψεις
για την πορεία των
κερδών ανά μετοχή το
2025-2026 είναι
αυξημένες κατά 3-4%, την
ώρα που για την αγορά
συνολικά παραμένουν
αρνητικές.
Σύμφωνα
με την
UBS,
οι τράπεζες ευνοούνται –
εντός ορίων – από
υψηλότερο πληθωρισμό και
επιτόκια. Καθώς οι
πιέσεις στα καθαρά
επιτοκιακά περιθώρια
(ΝΙΜ) λόγω μειώσεων
επιτοκίων υποχωρούν, ο
τραπεζικός κλάδος στην
Ευρώπη αναμένεται να
επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη
κερδών ανά μετοχή,
σχεδόν διπλάσια σε σχέση
με την ευρύτερη αγορά,
στηριζόμενος και από την
αύξηση της χορήγησης
δανείων.
Οι
προοπτικές για τα καθαρά
έσοδα από τόκους
παραμένουν υγιείς,
ειδικά καθώς μειώνονται
οι πιθανότητες περαιτέρω
χαλάρωσης από την ΕΚΤ. Η
UBS
εκτιμά ότι ο κύκλος
μειώσεων έχει
ολοκληρωθεί με το βασικό
επιτόκιο στο 2%, ενώ η
πρώτη αύξηση επιτοκίων
αναμένεται τον Δεκέμβριο
του 2026, λόγω
προσδοκιών για
ισχυρότερες
πληθωριστικές πιέσεις το
2027.
Σε αυτό
το πλαίσιο, οι τράπεζες
που αναμένεται να
υπεραποδώσουν είναι
εκείνες που
δραστηριοποιούνται σε
αγορές με ταχύτερη
μετακύλιση επιτοκίων ή
μεγαλύτερη ευαισθησία σε
αλλαγές της νομισματικής
πολιτικής. Η
UBS
ξεχωρίζει τις τράπεζες
Ελλάδας, Ισπανίας,
Ιταλίας, Σουηδίας και
Ιρλανδίας.
Για τις
ελληνικές τράπεζες
ειδικότερα, η
UBS
τονίζει ότι εμφανίζουν
ισχυρή πιστωτική
ανάπτυξη, η οποία συχνά
υποτιμάται λόγω της
συνεχιζόμενης μείωσης
των
NPEs
μέσω πωλήσεων
χαρτοφυλακίου.
Παράλληλα, η αγορά
στεγαστικών δανείων
δείχνει σημάδια
ανάκαμψης, με χαμηλό
κόστος δανεισμού και
αντιστροφή της
συρρίκνωσης του
χαρτοφυλακίου. Με την
ΕΚΤ να διατηρεί το
επιτόκιο υψηλότερα από
ό,τι είχε αρχικά
προβλεφθεί, τα καθαρά
έσοδα από τόκους έχουν
προοπτική να κινηθούν
καλύτερα των εκτιμήσεων.
Για τον λόγο αυτό, η
UBS
παραμένει θετική για τις
τέσσερις συστημικές
τράπεζες, διατηρώντας
σύσταση “buy”.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές
τράπεζες προσφέρουν
σημαντικές αποδόσεις
μέσω μερισμάτων και
προγραμμάτων επαναγοράς
ιδίων μετοχών, οι οποίες
φθάνουν συνολικά στο
8,3% (5,2% από μερίσματα
και 3,1% από
buybacks),
επίπεδο σχεδόν διπλάσιο
σε σχέση με την ευρύτερη
αγορά.
Όπως
καταλήγει η
UBS,
οι τράπεζες διαθέτουν
προς το παρόν ισχυρά
θεμελιώδη, τόσο σε
απόλυτο όσο και σε
σχετικό επίπεδο. Οι πιο
απαιτητικές αποτιμήσεις
της αγοράς σε συνδυασμό
με τις πιο ανθεκτικές
αναθεωρήσεις κερδών υπέρ
των τραπεζών, αποτελούν
σημαντικούς λόγους για
τους οποίους οι
επενδυτές θα συνεχίσουν
να διατηρούν έντονο
ενδιαφέρον για τον
κλάδο.

|