|
Πίεση
στο επενδυτικό πλάνο
Εδώ και
μήνες, η Volkswagen
καλείται να λάβει
δύσκολες αποφάσεις
σχετικά με την κατανομή
του επενδυτικού της
προγράμματος, ύψους
περίπου 160 δισ. ευρώ
για την επόμενη
πενταετία. Το ποσό αυτό
είναι ήδη μειωμένο σε
σχέση με το προηγούμενο
πλάνο της περιόδου
2023-2027, που ανερχόταν
στα 180 δισ. ευρώ.
Παρότι ο
οικονομικός διευθυντής
του ομίλου, Άρνο
Άντλιτς, είχε αφήσει
ανοιχτό το ενδεχόμενο το
καθαρό ταμειακό
αποτέλεσμα του 2025 να
διαμορφωθεί οριακά
θετικά, αναλυτές
προειδοποιούν ότι οι
πιέσεις δεν πρόκειται να
εκτονωθούν.
«Υπάρχει
σαφής πίεση στις
ταμειακές ροές για το
2026», σημειώνει ο
Στίβεν Ράιτμαν της
Bernstein στους
Financial Times,
υπογραμμίζοντας ότι ο
όμιλος αναζητά τρόπους
να περιορίσει τα κόστη
και να ενισχύσει την
κερδοφορία του.
Ακριβή
μετάβαση και επιστροφή
στους θερμικούς
κινητήρες
Σύμφωνα
με τους αναλυτές, η
Volkswagen βρίσκεται
αντιμέτωπη με την ανάγκη
νέων επενδύσεων και
στους κινητήρες
εσωτερικής καύσης, καθώς
η μετάβαση στην
ηλεκτροκίνηση
εξελίσσεται πιο αργά και
πιο περίπλοκα από ό,τι
είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Όπως
επισημαίνει ο Ράιτμαν, η
παράταση του κύκλου ζωής
των οχημάτων με ορυκτά
καύσιμα απαιτεί
πρόσθετες επενδύσεις σε
τεχνολογίες
βενζινοκινητήρων, σε ένα
περιβάλλον «ευρείας
κλίμακας προκλήσεων» για
τον όμιλο. Στο ίδιο
μήκος κύματος, ο Μόριτς
Κρόνεμπεργκερ της Union
Investment εκτιμά ότι η
Volkswagen θα αναγκαστεί
να περικόψει περαιτέρω
έργα από το επενδυτικό
της πλάνο, προκειμένου
να πετύχει τους στόχους
της.
Ένα
εργοστάσιο-σύμβολο με
χαμηλή απόδοση
Το
εργοστάσιο της Δρέσδης
ξεκίνησε τη λειτουργία
του το 2002 και συνολικά
παρήγαγε λιγότερα από
200.000 οχήματα – αριθμό
μικρότερο από το μισό
της ετήσιας παραγωγής
του κεντρικού
εργοστασίου στο
Βόλφσμπουργκ.
Αρχικά
είχε σχεδιαστεί ως
«βιτρίνα» της
τεχνολογικής υπεροχής
της Volkswagen,
φιλοξενώντας την
παραγωγή του πολυτελούς
Phaeton. Μετά τη διακοπή
του μοντέλου το 2016,
μετατράπηκε σε σύμβολο
της στροφής του ομίλου
στην ηλεκτροκίνηση, με
τελευταίο όχημα που
παρήχθη εκεί το
ηλεκτρικό ID.3.
Μείωση
δυναμικότητας και θέσεις
εργασίας
Η παύση
της παραγωγής στη Δρέσδη
αποτελεί ακόμη ένα βήμα
στο σχέδιο περιορισμού
της παραγωγικής
δυναμικότητας της
Volkswagen στη Γερμανία.
Εντάσσεται σε συμφωνία
με τα συνδικάτα που
επιτεύχθηκε πέρυσι και
προβλέπει συνολικά έως
35.000 περικοπές θέσεων
εργασίας στη χώρα.
Ο
επικεφαλής της μάρκας
Volkswagen, Τόμας Σέφερ,
τόνισε ότι η απόφαση δεν
ελήφθη «ελαφρά τη
καρδία», χαρακτηρίζοντάς
την ωστόσο αναγκαία από
οικονομικής άποψης.
Στροφή
στην έρευνα και την
καινοτομία
Το
εργοστάσιο δεν
εγκαταλείπεται πλήρως. Η
Volkswagen θα το
εκμισθώσει στο Τεχνικό
Πανεπιστήμιο της
Δρέσδης, με στόχο τη
δημιουργία ερευνητικού
campus με επίκεντρο την
τεχνητή νοημοσύνη, τη
ρομποτική και τα
μικροτσίπ.
Όμιλος
και πανεπιστήμιο έχουν
δεσμευτεί να επενδύσουν
50 εκατ. ευρώ τα επόμενα
επτά χρόνια, ενώ η
Volkswagen θα συνεχίσει
να χρησιμοποιεί τον χώρο
για παραδόσεις οχημάτων
σε πελάτες και ως
τουριστικό αξιοθέατο.
Μήνυμα
προς την ευρωπαϊκή
αυτοκινητοβιομηχανία
Η
απόφαση της Volkswagen
να διακόψει για πρώτη
φορά την παραγωγή σε
γερμανικό εργοστάσιο
λειτουργεί ως ηχηρό
καμπανάκι για ολόκληρη
την ευρωπαϊκή
αυτοκινητοβιομηχανία.
Ο
μεγαλύτερος
κατασκευαστής της
Ευρώπης δεν κλείνει
απλώς μια γραμμή
παραγωγής· ουσιαστικά
παραδέχεται ότι το μέχρι
πρότινος μοντέλο
ανάπτυξης – βασισμένο
στον υψηλό όγκο, τη
δυναμική κινεζική ζήτηση
και τη σταδιακή μετάβαση
στην ηλεκτροκίνηση – δεν
αποδίδει πλέον.
Οι
ευρωπαϊκοί όμιλοι
βρίσκονται αντιμέτωποι
με τριπλή πίεση: τον
επιθετικό ανταγωνισμό
των κινεζικών ηλεκτρικών
οχημάτων, το υψηλό
κόστος παραγωγής στην
Ευρώπη (ιδίως σε
ενέργεια και εργασία)
και ένα αυστηρό
ρυθμιστικό πλαίσιο που
απαιτεί τεράστιες
επενδύσεις χωρίς
εγγυημένη ζήτηση.
Την ίδια
στιγμή, η επιβράδυνση
της ηλεκτροκίνησης
αναγκάζει τις
αυτοκινητοβιομηχανίες να
επενδύσουν ξανά στους
κινητήρες εσωτερικής
καύσης, διπλασιάζοντας
ουσιαστικά το επενδυτικό
βάρος. Το αποτέλεσμα
είναι αυξημένη πίεση
στις ταμειακές ροές,
αναθεωρήσεις επενδυτικών
σχεδίων και ολοένα
συχνότερες αποφάσεις
περιορισμού της
παραγωγικής βάσης στην
ίδια την Ευρώπη.
Η
περίπτωση της Volkswagen
δείχνει ξεκάθαρα ότι η
ευρωπαϊκή
αυτοκινητοβιομηχανία
εισέρχεται σε μια
περίοδο δύσκολων και
επώδυνων επιλογών, με
την προσαρμογή να μην
είναι ούτε εύκολη ούτε
κοινωνικά και πολιτικά
ανώδυνη.
|