|
Μια
περίοδος σχεδόν τριών
μηνών συνεχούς
σταθερότητας στις αγορές
διαταράχθηκε την
Παρασκευή, όταν τα
τελευταία
μακροοικονομικά δεδομένα
έδειξαν σημαντική
επιβράδυνση στην αγορά
εργασίας. Οι επενδυτές
στράφηκαν προς την
ασφάλεια των κρατικών
ομολόγων, με τις
αποδόσεις των διετών
τίτλων να υποχωρούν στο
3,71% – η μεγαλύτερη
ημερήσια πτώση από τον
Αύγουστο του περασμένου
έτους – και τα
στοιχήματα για μείωση
επιτοκίων να ενισχύονται
για τον Σεπτέμβριο. Το
δολάριο εξασθένησε, ενώ
ο
S&P
500 υποχώρησε από τα
ιστορικά του υψηλά,
κατευθυνόμενος προς τη
χειρότερη εβδομαδιαία
απόδοση από τον Μάιο.
Η
νευρικότητα αυξήθηκε,
καθώς οι επενδυτές
αναθεωρούν τις
προσδοκίες τους για την
οικονομία, έπειτα από
μια άνοδο αξίας 15 τρισ.
δολαρίων στις μετοχές
από τον Απρίλιο. Ο
δείκτης μεταβλητότητας
Cboe
VIX
αυξήθηκε σημαντικά,
αγγίζοντας το επίπεδο
των 20 για πρώτη φορά
μετά τη διόρθωση του
Απριλίου, που είχε
προκληθεί από την
επιβολή δασμών.
«Αρκετοί
επενδυτές φαίνεται να
κοιτάζουν ήδη προς την
έξοδο. Υπάρχουν κάποιες
πρώιμες ενδείξεις»,
δήλωσε ο
Joe
Saluzzi,
συνδιευθυντής συναλλαγών
στην
Themis
Trading.
«Τα αδύναμα στοιχεία για
την αγορά εργασίας
ενισχύουν το αφήγημα
υπέρ μιας μείωσης
επιτοκίων τον
Σεπτέμβριο, όμως υπάρχει
προβληματισμός πως η
Fed
ίσως καθυστερεί
υπερβολικά».
Τα
στοιχεία για την
απασχόληση της
Παρασκευής αποτελούν
απότομη μεταστροφή από
την εικόνα του Ιουλίου,
όταν το δολάριο
ανέκαμψε, τα «ασφαλή
καταφύγια» απορρίφθηκαν
και οι αμερικανικές
μετοχές υπεραπέδωσαν σε
σχέση με τις διεθνείς,
υποβοηθούμενες από
ισχυρά εταιρικά κέρδη
και συνεχιζόμενη
οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο,
οι νέοι δασμοί που
ανακοίνωσε ο Τραμπ –
αυξάνοντας τον μέσο όρο
των αμερικανικών δασμών
στις παγκόσμιες
εισαγωγές στο 15%, το
υψηλότερο επίπεδο από τη
δεκαετία του 1930 –
συμπίπτουν χρονικά με
την αναφορά πως η
δημιουργία θέσεων
εργασίας επιβραδύνθηκε
περισσότερο από το
αναμενόμενο. Η προοπτική
επιβράδυνσης της
οικονομίας οδήγησε τους
traders
να αποτιμήσουν την
πιθανότητα μείωσης
επιτοκίων τον Σεπτέμβριο
στο 88%, από 40% στην
αρχή της εβδομάδας.
Η
προσδοκία για χαμηλότερα
επιτόκια οδήγησε το
δολάριο σε ημερήσια
πτώση έως και 1% – η
μεγαλύτερη από τον
Απρίλιο. Ο
S&P
500 κατέγραψε απώλειες,
με τις κυκλικές μετοχές
να ηγούνται της
καθοδικής κίνησης εν
μέσω ανησυχιών για
επιβράδυνση. Ο δείκτης
Russell
2000, που περιλαμβάνει
εταιρείες μικρής
κεφαλαιοποίησης,
υποχώρησε για πέμπτη
συνεχόμενη ημέρα,
οδεύοντας προς τη
χειρότερη εβδομαδιαία
απόδοσή του εδώ και
τέσσερις μήνες.
«Είναι
πιθανό οι επενδυτές να
έχουν υποτιμήσει τις
συνέπειες της
οικονομικής επιβράδυνσης
που προκύπτει από τους
δασμούς και τα υψηλότερα
επιτόκια», ανέφερε ο
Charlie
Ripley,
ανώτερος στρατηγικός
αναλυτής επενδύσεων στην
Allianz
Investment
Management.
«Η πίεση που ασκούν οι
δασμοί στην οικονομία
γίνεται πλέον αισθητή. Η
επιδείνωση στις συνθήκες
της αγοράς εργασίας θα
έπρεπε να προκαλεί
ανησυχία στην
Fed,
η οποία έχει δείξει
διστακτικότητα στο να
παρέμβει με μείωση των
επιτοκίων. Ως εκ τούτου,
είναι εύλογο να
αναμένεται κάποια
ενέργεια τους επόμενους
μήνες».
Η
υποχώρηση του δολαρίου
και των χρηματιστηριακών
δεικτών υπογραμμίζει την
αστάθεια του αφηγήματος
περί αμερικανικής
υπεροχής που επικράτησε
τον Ιούλιο. Το στοίχημα
κατά του δολαρίου – το
οποίο αναδείχθηκε ως το
πιο «υπερσυμφορημένο»
trade
στην έρευνα της
Bank
of
America
μεταξύ διαχειριστών
κεφαλαίων – αποδείχθηκε
εκ των υστέρων
λανθασμένο, καθώς το
δολάριο σημείωσε την
πρώτη του μηνιαία άνοδο
από τότε που ανέλαβε
καθήκοντα ο Τραμπ.
Η νέα
εξασθένηση του δολαρίου
θεωρήθηκε θετική εξέλιξη
από τους επενδυτές που
διατηρούν θέσεις σε μη
αμερικανικά περιουσιακά
στοιχεία. Ο
Rich
Weiss,
επικεφαλής επενδύσεων σε
στρατηγικές πολλαπλών
στοιχείων ενεργητικού
στην
American
Century
Investment
Management,
διατηρεί μειωμένες
τοποθετήσεις σε
αμερικανικές μετοχές,
επικαλούμενος υπερβολικά
υψηλές αποτιμήσεις.
«Υπάρχουν αρκετά
σημαντικά αρνητικά
δεδομένα στο περιβάλλον
– το έλλειμμα, οι δασμοί
και ο πληθωρισμός»,
δήλωσε. «Η γενικότερη
αστάθεια, την οποία
προκαλεί και ο ίδιος ο
πρόεδρος Τραμπ, δείχνει
πως καλό είναι να
συνεχίσουμε να
κινούμαστε με
επιφύλαξη».

Πηγή:
Bloomberg
|