|
Όπως γράφει η Ευγενία
Τζώρτζη στην Καθημερινή,
πρόκειται για
αποπληρωμές φθηνής
ρευστότητας που είχαν
αντλήσει οι τράπεζες στο
πλαίσιο του προγράμματος
στοχευμένων συναλλαγών
μακροχρόνιας
αναχρηματοδότησης,
γνωστού ως TLTRO III,
που επιστράτευσε η ΕΚΤ
κατά τη διάρκεια της
πανδημίας. Μετά τη λήξη
του προγράμματος και την
άνοδο των επιτοκίων (το
επιτόκιο διευκόλυνσης
αποδοχής καταθέσεων
διαμορφώνεται στο
3,75%), η «διακράτηση»
της ρευστότητας που είχε
χορηγήσει η ΕΚΤ
καθίσταται πλέον
ασύμφορη έναντι του
χαμηλότερου κόστους
καταθέσεων που πληρώνουν
οι τράπεζες σε ιδιώτες
(μεσοσταθμικά 1,42%) και
επιχειρήσεις
(μεσοσταθμικά 2,28%), με
συνέπεια όλες οι
ελληνικές τράπεζες να
έχουν προχωρήσει σε
μαζικές αποπληρωμές από
το δ΄ τρίμηνο του 2022
και καθ’ όλη τη διάρκεια
του α΄ εξαμήνου του
2023.
Το υπόλοιπο της
ρευστότητας προς την ΕΚΤ
θα πρέπει να έχει
αποπληρωθεί εξ ολοκλήρου
έως το 2024 και οι
τράπεζες θα πρέπει να
βασιστούν είτε στη
βασική πηγή
χρηματοδότησης που είναι
οι καταθέσεις είτε να
οδηγηθούν σε αναζήτηση
νέων πηγών ρευστότητας
κυρίως μέσω της
διατραπεζικής, σε
συνδυασμό με τις
εκδόσεις ομολόγων. Να
σημειωθεί ότι η
χρηματοδότηση από την
ΕΚΤ είναι η δεύτερη
κύρια πηγή
χρηματοδότησης για τις
ελληνικές τράπεζες,
αντιπροσωπεύοντας
περίπου το 8% του
συνόλου στα τέλη Ιουνίου
2023.
Οι τέσσερις ελληνικές
συστημικές τράπεζες
αναμένουν ότι οι
καταθέσεις θα αυξηθούν
κατά 10% την τριετία
2023-2025.
Με βάση ανάλυση της
DBRS, οι ομολογιακοί
τίτλοι που εξέδωσαν οι
ελληνικές τράπεζες
αντιπροσώπευαν μόλις το
4% της χρηματοδότησης
στα τέλη Ιουνίου 2023
και σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις οι εκδόσεις
ομολόγων θα αυξηθούν τα
επόμενα χρόνια
προκειμένου οι ελληνικές
τράπεζες να
ανταποκριθούν στις
τελικές κανονιστικές
απαιτήσεις MREL έως το
τέλος του 2025. Με βάση
μελέτη της European
Banking Authority (EBA),
οι τέσσερις ελληνικές
συστημικές τράπεζες
αναμένουν ότι οι
καταθέσεις ιδιωτών και
επιχειρήσεων θα αυξηθούν
κατά 10% την τριετία
2023-2025,
εξασφαλίζοντας ευρεία
και φθηνή καταθετική
βάση, η οποία επιτρέπει
την ανεμπόδιστη
χρηματοδότηση της
οικονομίας με χαμηλό
κόστος. Προς αυτή την
κατεύθυνση συνηγορεί το
γεγονός ότι οι πιο
ακριβές καταθέσεις,
δηλαδή οι προθεσμιακές,
αντιπροσωπεύουν το 25%
των συνολικών
καταθέσεων, ενώ η τάση
είναι αυτό το ποσοστό να
διαμορφωθεί κοντά στο
30% έως τα τέλη του
χρόνου.
Οπως σημειώνει στην
ανάλυσή της η DBRS, οι
καταθέσεις πελατών
αντιστοιχούσαν περίπου
στο 85% της συνολικής
χρηματοδότησης στα τέλη
Ιουνίου 2023 και
προήλθαν κυρίως από
ιδιώτες πελάτες
λιανικής. Μετά τις
εκροές που υπήρξαν το α΄
τρίμηνο του 2023, κυρίως
λόγω της χρήσης
ρευστότητας από
επιχειρήσεις για
αποπληρωμές υφιστάμενων
δανείων, οι καταθέσεις
ανέκαμψαν το β΄ τρίμηνο
του 2023 και
σταθεροποιήθηκαν στο
τέλος Ιουνίου 2023 σε
σύγκριση με το τέλος του
2022 και 26% πάνω από το
επίπεδο στο τέλος του
2019.
Το ποσοστό των
προθεσμιακών καταθέσεων
έχει αυξηθεί από το
τέλος του 2022,
σημειώνει η DBRS, «καθώς
οι πελάτες αναζητούν
λύσεις με υψηλότερες
αποδόσεις, αλλά το
μερίδιό τους παρέμεινε
χαμηλότερο από τις
αρχικές προσδοκίες των
τραπεζών, γεγονός που,
με τη σειρά του,
συνέβαλε στη διατήρηση
της μετακύλισης της
αύξησης των επιτοκίων
στις καταθέσεις σε
μέτρια επίπεδα».
Η μεγάλη καταθετική βάση
συνολικού ύψους 221,8
δισ. ευρώ σε συνδυασμό
με την απομόχλευση των
ισολογισμών των
ελληνικών τραπεζών μέσω
της πώλησης κόκκινων
δανείων έχει οδηγήσει
τον δείκτη δάνεια προς
καταθέσεις στα
χαμηλότερα επίπεδα
μεταξύ των χωρών της
Ευρωζώνης και
συγκεκριμένα
μεσοσταθμικά στο 68%
(μεταξύ 57% και 75%
ανάλογα με την τράπεζα).
Αυτό σημαίνει ότι για
κάθε 100 ευρώ καταθέσεων
οι τράπεζες έχουν
δεσμεύσει
χρηματοδοτήσεις ύψους 65
ευρώ και συνεπώς
διαθέτουν πλεονάζουσα
ρευστότητα, ικανή να
χρηματοδοτήσει νέες
χορηγήσεις. Είναι
χαρακτηριστικό ότι
τράπεζες όπως η Εθνική,
που διαθέτει
υπερβάλλουσα ρευστότητα
και τον χαμηλότερο
δείκτη δάνεια προς
καταθέσεις, δανείζει η
ίδια άλλες τράπεζες στη
διατραπεζική,
αποκομίζοντας έτσι
όφελος από την άνοδο του
κόστους για την άντληση
ρευστότητας. |