|
Και αυτό παρά τις επιτυχημένες
συναλλαγές αποεπένδυσης του
ΤΧΣ και τη σταθερή
υπέρβαση των εκτιμήσεων
για τα κέρδη των
ελληνικών τραπεζών τα
τελευταία τρίμηνα.
Σε σχέση με τον
ευρωπαϊκό δείκτη Eurostoxx, η
υποαπόδοση φτάνει
περίπου στις 9,6
ποσοστιαίες μονάδες
και για την Εθνική
Τράπεζα στις 6,4
ποσοστιαίες μονάδες από
την αρχή της χρονιάς (με
στοιχεία για
15/10/2024).
Όπως σχολιάζει και η
“Η”, η Eurobank Equities σε ανάλυση
της αναφέρει ότι η
πρόσφατη υποαπόδοση είναι
αποτέλεσμα τεχνικών
παραγόντων,
παρά αντανάκλαση
αδύναμων θεμελιωδών
μεγεθών.
Οι λόγοι για την
υποαπόδοση
Μια σειρά από λόγους
που θα μπορούσαν να
εξηγήσουν την υποαπόδοση
είναι, για παράδειγμα, η
τοποθέτηση της Ελλάδας μεταξύ
των χωρών με υψηλό
γεωπολιτικό κίνδυνο, σύμφωνα
με τη Fitch Solution,
που κάνει
τους επενδυτές πιο
επιφυλακτικούς ενώ
η απόφαση
της MSCI να μην
τοποθετήσει την Ελλάδα
στη λίστα παρακολούθησης
για πιθανή αναβάθμιση
περιορίζοντας περαιτέρω
τις καθαρές ξένες
εισροές.
Επιπλέον λόγοι είναι το profit taking σε
ιστορικά υψηλά και οι
ενδείξεις ηπιότερης και
βραδύτερης της
αναμενόμενης, μείωσης
των επιτοκίων.
Βασική όμως συμβολή σε
αυτή την υποαπόδοση έχει
το πλεόνασμα προσφοράς
μετοχών με την πώληση
μεριδίου της Πειραιώς
και της Εθνικής από το
ΤΧΣ και τα placements
(Melten, Jumbo, Cenergy Holdings).
Το placement της
Εθνικής
Ειδικά σε ότι αφορά την
τελευταία συναλλαγή της
Εθνικής, δηλαδή τη
διάθεση του 10% από το
18,4% που κατέχει
συνολικά το ΤΧΣ,
θεωρήθηκε εξαιρετικά
επιτυχημένη, τόσο από
άποψη προσέλκυσης
ισχυρών διεθνών
μακροπρόθεσμων επενδυτών(1,6xκάλυψη
του βιβλίου στην τιμή
προσφοράς, 7,55 ευρώ,
42% υψηλότερη από σε
σύγκριση με την τιμή
του placement του
περασμένου Νοεμβρίου,
όσο και από άποψη
μεγιστοποίησης εσόδων
από τη συναλλαγή).
O δείκτης
τιμής ως προς τη
λογιστική αξία της
Εθνικής είναι 0,87x (P/TBV ‘24E)
σε σχέση με την πρώτη
συναλλαγή όπου ο
αντίστοιχος δείκτης ήταν
στο
0,71x (P/TBV ‘23E -Νοέμβριος
2023) και κοντά στον
Ευρωπαϊκό μέσο όρο του
0,93x(P/TBV ‘24E).
To discount εξάλλου ήταν
1,3%, σαφώς χαμηλότερο
σε σχέση με αντίστοιχες
ευρωπαϊκές συναλλαγές
των τελευταίων χρόνων
που διαμορφώθηκε πέριξ
του 9,5%,
μεγιστοποιώντας το
όφελος για το ελληνικό
δημόσιο, που είναι και ο
πρωταρχικός στόχος του
Ταμείου.
Η συναλλαγή της Εθνικής
αυτή κατάφερε να
επιτύχει και το χαμηλότερο discount των
τελευταίων τριών ετών,
σε συναλλαγές παρομοίου
μεγέθους
(0,5δισ.-1,5δισ.ευρώ)
στην Ευρώπη, Μέση
Ανατολή και Αφρική.
Μακροπρόθεσμοι επενδυτές
Σε ότι αφορά τους
επενδυτές, πάνω
από το 50% των μετοχών
κατανεμήθηκε σε
μακροπρόθεσμους
επενδυτές (Long only)
και περίπου 35% σε
επενδυτές που
διαχειρίζονται θεμελιώδη
κεφάλαια αντιστάθμισης
(Fundamental hedge funds ”),
περιορίζοντας το ποσοστό
που αποδόθηκε σε
αντισταθμιστικά κεφάλαια
(Hedge Funds) στο
περίπου 10%. Και στις
προηγούμενες συναλλαγές
του ΤΧΣ η αναλογία ήταν
αντίστοιχη.
Σημειώνεται ότι οι
επενδυτές που
διαχειρίζονται θεμελιώδη
κεφάλαια αντιστάθμισης
(Fundamental Hedge Funds),
προσομοιάζουν τόσο στην
προσέγγιση ανάλυσης, όσο
και στον μακροπρόθεσμο
ορίζοντά τους, με
μακροπρόθεσμους
επενδυτές
Υπενθυμίζεται ότι η
υπερκάλυψη της Εθνικής
Τράπεζας ήταν 12 φορές
για το διεθνές βιβλίο
και 10,4 φορές για τη
συνολική προσφορά. Η
συναλλαγή της Πειραιώς
είχε κάλυψη 9,6 φορές
και 7,9 φορές
αντιστοίχως και για την
πρώτη συναλλαγή της
Εθνικής (Νοέμβριος 2023)
Εθνική ήταν 9,5 φορές
και η συνολική κάλυψη 8
φορές αντιστοίχως.
Η επιτυχία της προσφοράς
είναι ακόμη πιο
σημαντική, εάν ληφθούν
υπόψη οι εξαιρετικά
αρνητικές γεωπολιτικές
συνθήκες που επικράτησαν
στην αγορά κατά την
περίοδο δημιουργίας του
βιβλίου προσφορών όπου:
Αυξήθηκε σημαντικά η
μεταβλητότητα λόγω της
κλιμάκωσης των εντάσεων
στη Μέση Ανατολή –η
μεταβλητότητα αυξήθηκε
κάποια στιγμή πάνω από
20 μονάδες και ήταν κατά
μέσο όρο 18,4 μονάδες
(έναντι μέσου όρου
μεταβλητότητας 14
μονάδων στην πρώτη
συναλλαγή της Εθνικής
και τη συναλλαγή της
Πειραιώς).
Οι επιδόσεις τόσο των
Ευρωπαϊκών όσο και των
Ελληνικών Τραπεζών ήταν
πτωτικές –Alpha (-6,5%),
Πειραιώς (-5,3%),
Eurobank (-5,5%),δείκτη
EuroStoxx(-4,3%), ενώ η
Εθνική εμφανίστηκε πιο
ανθεκτική και κινήθηκε
μεν πτωτικά, αλλά μόνο
κατά2,5%, στις ημέρες
που διενεργείτο η
δημόσια προσφορά. |